Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 10 Ἰουνίου 2018, Β΄ Ματθαίου, (Ματθ. δ΄ 18-23)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
1. Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΛΗΣΕΩΣ
Ὁ Κύριος περιπατεῖ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ συναντᾷ ἐκεῖ δύο ἀδελφούς, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ποὺ ἦσαν ψαράδες καὶ ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ λίμνη. Καὶ τοὺς λέγει: Ἀκολουθῆστε με κι ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Τοὺς προσκαλεῖ ἀπὸ ψαράδες ἰχθύων νὰ γίνουν ψαράδες ἀνθρώπων. Βέβαια αὐτὴ ἡ πρόσκλησις δὲν ἔγινε ξαφνικά. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς συναντᾷ γιὰ πρώτη φορὰ σήμερα. Τοὺς εἶχε συναντήσει κι ἄλλη φορά, πρὶν ἀκόμη συλληφθῇ ὁ πρῶτος διδάσκαλός τους, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Τότε οἱ δύο ψαράδες γνώρισαν τὸν Χριστό, συνωμίλησαν μαζί Του, ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ γνωριμία τους μαζί Του. Ὅμως κάποια στιγμὴ ὁ Κύριος ἀνεχώρησε ἀπὸ κοντά τους, κι αὐτοὶ ἔχασαν τὰ ἴχνη του. Ὅταν κατόπιν ὁ Ἰω-άννης ὁ Βαπτιστὴς φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, οἱ δύο ψαράδες ἔμειναν χωρὶς διδάσκαλο. Καὶ ἐπανῆλθαν στὴν πατρίδα τους καὶ ἐξασκοῦσαν καὶ πάλι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ.
Ὁ Κύριος μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν ἔρχεται καὶ πάλι κοντά τους. Δὲν τοὺς ἐγκαταλείπει ἀβοηθήτους. Ἀλλὰ ἔρχεται πάλι νὰ τοὺς βρῇ, νὰ τοὺς καλέσῃ σὲ μία κλῆσι ἱερὴ καὶ ἁγία, νὰ τοὺς καλέσῃ νὰ γίνουν μαθηταί του. Τοὺς ἄφησε βέβαια γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα μόνους. Ποιὸς ξέρει πόσες σκέψεις ὑψηλὲς καὶ οὐράνιες θὰ πέρασαν ἀπὸ τὸν νοῦ τους, πόσες νοσταλγίες καὶ ἱερὲς ἐπιθυμίες θὰ κυριαρχοῦσαν στὴν καρδιά τους! Ὁ Κύριος ὅμως ξέρει τὰ πάντα. Ξέρει τὴν ἀγάπη τους γιὰ τὸν Μεσσία καὶ τὴν Βασιλεία του. Γνωρίζει τὸν πόθο τους γι’ Αὐτόν. Ὅμως δὲν βιάζεται. Περιμένει νὰ ζυμωθῇ καλὰ στὴν ψυχή τους ἡ ἐπιθυμία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ μόνον ἀφοῦ φυλακίσθηκε ὁ πρῶτος διδάσκαλός τους, ἔρχεται καὶ πάλι καὶ τοὺς ζητεῖ νὰ ἀφήσουν τὰ δίχτυα τῶν ψαριῶν καὶ νὰ πάρουν ἀπὸ Ἐκείνον τὰ πνευματικὰ δίχτυα, νὰ τρέξουν στὴν θάλασσα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πρόσκλησι αὐτὴ λοιπὸν γίνεται στὴν κατάλληλη στιγμή. Ὁ χρόνος ποὺ κύλησε ἀπὸ τὴν πρώτη συνάντησι, ὁ χρόνος τῆς δικῆς του ἀπομακρύνσεως, τὸ γεγονὸς τῆς φυλακίσεως τοῦ Προδρόμου, ὁ χρόνος τῆς μοναξιᾶς τους καὶ τῆς νοσταλγίας τους, ὅλα ἦσαν μετρημένα μέσα στὴν θεία πανσοφία. Ἦταν ὁ κατάλληλος καιρὸς τῆς πνευματικῆς κυοφορίας, τῆς αὐξήσεως τοῦ ἱεροῦ πόθου, τῆς προετοιμασίας τῆς κλήσεως. Πόσο σοφὰ γίνονται ὅλα μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στὴν ζωὴ τῶν μαθητῶν ἀλλὰ καὶ στὴν δική μας ζωή! Καὶ στὰ μεγάλα καὶ ἱερά, καὶ στὰ ἁπλᾶ καὶ καθημερινά.
2. ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Καὶ οἱ δύο ψαράδες λοιπὸν δείχνουν προθυμία τελεία καὶ ὁλοκληρωτικὴ στὴν κλῆσι τοῦ Χριστοῦ. «Ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Ἀμέσως ὑπάκουσαν καὶ ἄφησαν τὰ πάντα γιὰ χάρι του. Ἄφησαν τὰ δίχτυα τους, τὸ ἐπάγγελμά τους, τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους. Καὶ Τὸν ἀκολούθησαν χωρὶς νὰ ἀναβάλουν τὴν ἀπόφασί τους. Δὲν εἶπαν στὸν Κύριο: Κύριε, νὰ πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι μας, νὰ συζητήσουμε τὸ θέμα αὐτὸ μὲ τοὺς δικούς μας. Ἀλλὰ ἀμέσως τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ ἔγιναν μαθηταί του. Ἔδειξαν αὐταπάρνησι παραδειγματική. Ἔδειξαν ἀγάπη ὁλοκληρωτική. Μήπως εἶχαν δεῖ κανένα συγκλονιστικὸ θαῦμα; Μήπως εἶδαν καμμία ἐκπληκτικὴ θεραπεία, κάποια ἀνάστασι νεκροῦ; Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Αὐτὰ θὰ τὰ ἔβλεπαν κατόπιν. Τώρα αὐτοὶ εἶδαν μόνον δύο πρόσωπα, τὸν πρῶτο τους διδάσκαλο, τὸν ἔνσαρκο ἄγγελο τῆς ἐρήμου, τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, καὶ τὸν δεύτερο Διδάσκαλό τους, τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ μαρτυρία τοῦ πρώτου διδασκάλου τους γιὰ τὸν δεύτερο, ἀλλὰ καὶ ἡ δική τους ἐμπειρία ἡ προσωπικὴ μὲ τὸν Κύριο τοὺς ἦταν ἀρκετά. Καὶ τὰ ἐγκαταλείπουν ὅλα. Δίνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ζωή τους ὁλόκληρη στὰ χέρια τοῦ Μεσσία, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσαν τὴν καρδιά τους καὶ τὴν ἀγάπη τους σ’ Αὐτόν. Μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους οἱ δύο αὐτοὶ ἀγράμματοι καὶ ἄδολοι ψαράδες καταλάβαιναν αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ἀμέτρητοι γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι. Καταλάβαιναν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ ἀλλὰ ὁ Μεσσίας· Αὐτὸς ποὺ περίμεναν γιὰ αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ἀκολουθοῦσαν μὲ πλήρη ἀφοσίωσι καὶ ἀγάπη.
Καὶ μᾶς διδάσκουν οἱ δύο αὐτοὶ μαθηταὶ νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσι πρὸς τὸν Διδάσκαλό μας. Καὶ μάλιστα ἐμεῖς ξέρουμε πολὺ περισσότερα ἀπ’ ὅσα ἤξεραν τὴν ὥρα τῆς κλήσεως οἱ δύο μαθηταί. Ἐμεῖς ξέρουμε πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστὸς καὶ πόσο μᾶς ἀγαπᾷ. Λοιπόν, ἂς Τὸν ἀγαπήσουμε ὁλοκαρδίως. Ὁ Κύριος βέβαια δὲν ζητεῖ ἀπ’ ὅλους μας νὰ ἐγκαταλείψουμε «πλοῖα καὶ δίκτυα», ἀλλὰ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε προσφέροντάς Του τὶς καρδιές μας καὶ τὴν ζωή μας.