Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 17 Ἰουνίου 2018, Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. ς΄ 22-33)
Εἶπεν ὁ Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
1. ΕΧΟΥΜΕ ΑΓΧΟΣ;
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀπειλητικοὺς ἐχθροὺς τῶν ἀνθρώπων στὴν ἐποχή μας, ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ψυχή μας καὶ μᾶς κάνει ἀνειρήνευτους, εἶναι τὸ ἄγχος. Ἄγχος γιὰ τὴ ζωή μας, τὸ μέλλον μας, τὴν ἐπιβίωσί μας, τὴν οἰκογένειά μας, τὰ πολλὰ ἔξοδα ἐνδυμασίας καὶ διατροφῆς, γιὰ τὰ πάντα. Ὅλη μας ἡ ζωὴ κάποτε περιστρέφεται γύρω ἀπὸ αὐτά. Τὰ λόγια μας, οἱ σκέψεις μας, οἱ ἐπιθυμίες μας ἀλλὰ καὶ οἱ κόποι μας ὅλοι γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Καὶ ἴσως ξεχνοῦμε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, οὐρανός, αἰώνιο μέλλον.
Κι ἔρχεται ὁ Κύριος νὰ ἐλέγξῃ αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη φροντίδα μας. Μὴ μεριμνᾶτε μὲ ἀγωνία, μᾶς λέγει, γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε, τί θὰ πιῆτε, πῶς θὰ ντυθῆτε. Τί ἀκριβῶς ὅμως ἐννοεῖ ὁ Κύριος ὅταν μᾶς λέγῃ νὰ μὴ μεριμνοῦμε γιὰ ὅλα αὐτά; Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγῃ: Μὴν ἔχετε ἀγωνιώδη μέριμνα, ποὺ σᾶς περισπᾷ καὶ σᾶς βασανίζει. Μὴν ἀνησυχεῖτε γιὰ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς σας γεμᾶτοι ταραχὴ καὶ ἄγχος. Διότι ἔτσι, ὅπως τὸ καταλαβαίνουμε ὅλοι μας, θὰ τρελλαθοῦμε καὶ μόνο μὲ τὴν σκέψι τῶν ὑποθέσεών μας. Εἶναι μερικοὶ μάλιστα ἄνθρωποι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν μὲ τὴν ἀγωνία: Πῶς θὰ τὰ βγάλω πέρα, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσω τὰ τόσα ἔξοδα τοῦ μηνός, πῶς θὰ ζήσω μὲ τέτοιο μικρὸ μισθό, πῶς θὰ σπουδάσουν τὰ παιδιά, πῶς θὰ τὰ ἀποκαταστήσω, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσω ἐκεῖνο τὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ μοῦ φαίνεται ἄλυτο;
Αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἀποτελοῦν αἰτία ἄγχους καὶ μέριμνας, αὐτὰ ἀκριβῶς πρέπει νὰ γίνουν αἰτία πίστεως, ἠρεμίας καὶ γαλήνης. Προβλήματα καὶ ἀνάγκες δὲν θὰ πάψουμε ποτὲ νὰ ἔχουμε. Τί θὰ κερδίσουμε λοιπὸν μὲ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία; Τὸ μόνο ποὺ σίγουρα θὰ ἀποκομίσουμε εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ἠρεμίας καὶ ψυχραιμίας μας καὶ ἡ συντόμευσι τῆς ζωῆς μας. Καὶ ἐπιπλέον θὰ μεταδώσουμε στοὺς οἰκείους μας τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀναστατώσεως καὶ τῆς ἀγωνίας, θὰ γίνουμε ὅλοι στὸ σπίτι ἀγχώδεις καὶ ἀνειρήνευτοι.
Ὅμως ἐδῶ θὰ ρωτήσῃ κάποιος: Μὰ καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ μένουμε ἀπαθεῖς μπροστὰ στὰ τόσα καθημερινά μας προβλήματα; Νὰ μὴν ἐνδιαφερώμαστε γι’ αὐτά; Ἀσφαλῶς θὰ ἐνδιαφερώμαστε. Θὰ ἐργασθοῦμε, θὰ κουρασθοῦμε, θὰ παλέψουμε. Πῶς ἀλλιῶς θὰ ζήσουμε; Ὅλα τὰ ἀπαραίτητα θὰ τὰ ἐπιτελέσουμε. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς προτρέπει νὰ μὴν ἐργαζώμαστε, νὰ μὴ φροντίζουμε γιὰ τὶς τόσες καθημερινές μας ἀνάγκες. Ὅμως ὅλα νὰ τὰ κάνουμε χωρὶς ἄγχος, χωρὶς ἀγωνία, χωρὶς ταραχή, ἀλλὰ μὲ εἰρήνη καὶ πίστι, μὲ ἐλπίδα καὶ καταφυγὴ στὸν πανάγαθο Θεό.
2. ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΤΕΡΑ
Ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἔχουμε μιὰ τέτοια πίστι, μᾶς λέγει ὅτι δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Ἔχουμε Πατέρα, Πατέρα ἀγάπης καὶ στοργῆς. Αὐτὸς μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴ ζωή, Αὐτὸς μᾶς ἐδημιούργησε. Δὲν θὰ φροντίσῃ λοιπὸν καὶ γιὰ τὴ συντήρησί μας; Ἐφ’ ὅσον εἶναι Πατέρας μας, εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς ἐγκαταλείψῃ. Θὰ φροντίσῃ γιὰ μᾶς. Ποιὸς Πατέρας δὲν φροντίζει καὶ δὲν παρέχει τὰ ἀναγκαῖα στὰ παιδιά του; Ὁ Πατέρας μας μᾶς ξέρει καλά, ξέρει τὶς ἀνάγκες μας, ξέρει τὶς ἀγωνίες μας, ξέρει τὰ πάντα. Ἀλλὰ καὶ τὰ πάντα μπορεῖ νὰ κάνῃ. Διότι δὲν εἶναι μόνον παντογνώστης ἀλλὰ καὶ παντοδύναμος.
Καὶ ἐφ’ ὅσον μάλιστα αὐτὸς ὁ οὐράνιος Πατέρας τρέφει καὶ συντηρεῖ στὴ ζωὴ τὰ κατώτερα, τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ἀγριολούλουδα, δὲν θὰ θρέψῃ καὶ τὰ ἀνώτερα; Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ μᾶς, Αὐτὸς μᾶς συντηρεῖ στὴ ζωή. Καὶ μᾶς ἀγαπᾷ πολύ. Τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε. Τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ μᾶς ἀγαπᾷ, ὥστε ὄχι μόνο μᾶς ἐδημιούργησε, ἀλλὰ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ μᾶς, ὄχι μόνο γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ σώματός μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Γιὰ μᾶς πρόσφερε καὶ προσφέρει ἄπειρα ἀγαθά. Γιὰ μᾶς ἔκανε τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε στὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ζωὴ αἰώνιο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκανε ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ἀσύλληπτα, θὰ μᾶς ἀφήσῃ στὰ μικρὰ καὶ ἐλάχιστα; Μὴν εἴμαστε λοιπὸν ὀλιγόπιστοι. Ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ἀταλάντευτη καὶ ἀδίστακτη πίστι σ’ Αὐτόν. Νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Ἔχουμε Πατέρα ποὺ εἶναι διαρκῶς δίπλα μας καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς συμπαρασταθῇ καὶ νὰ μᾶς βοηθήσῃ σὲ ὅλα. Λοιπὸν «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἔχει τὴν ἔγνοια μας ὁ Θεός μας. Ἂς εἰρηνεύουμε.