Δύο χρόνια μετὰ τὴ σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου στὴν Κρήτη καὶ ἀφοῦ ἔχουν γραφεῖ τόσα γι᾿ αὐτὴν καὶ τὶς ἀποφάσεις της, ἦρθε νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί της καὶ τὸ 8ο Διεθνὲς Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὶς 21 μέχρι τὶς 24 Μαΐου 2018 στὴ Θεσσαλονίκη. Θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν ἀκριβῶς αὐτό: «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τὸν 21ο αἰώνα». 120 ὁμιλητὲς ἀπὸ 15 χῶρες καὶ 25 Θεολογικὲς Σχολές, Ἰνστιτοῦτα καὶ Ἑρευνητικὰ Κέντρα παρουσίασαν τὶς εἰσηγήσεις τους στὸ Συνέδριο αὐτό.
Εὔκολα διαφαίνεται ἡ σκοπιμότητα συγκλήσεως τοῦ Συνεδρίου μὲ τέτοιο θέμα. Ὅμως ἕνα ζήτημα μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ μᾶς προξένησε πολλὴ θλίψη. Τὸ εἴδαμε ἀρχικὰ στὴν περιέχουσα σημαντικὰ στοιχεῖα εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, τὸ συναντήσαμε κατόπιν καὶ στὴν εἰσήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη. Καθὼς δὲν ἔχουν δημοσιευθεῖ ὅλες οἱ εἰσηγήσεις, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔχουν ἀναφερθεῖ καὶ ἄλλοι σ᾿ αὐτό.
Πρόκειται γιὰ τὸν ὅρο «ἑτερόδοξοι», τὸν ὁποῖο καὶ οἱ δύο εἰσηγητὲς ἀντιδιαστέλλουν ἀπὸ τὸν ὅρο «αἱρετικοί». Ὑποστηρίζουν δηλαδὴ ὅτι οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται σὲ διάλογο, δὲν εἶναι αἱρετικὲς ἀλλὰ ἁπλῶς ἑτερόδοξες. Μάλιστα ὁ Σεβασμιώτατος προτείνει ὅτι σὲ μία μελλοντικὴ ἀνάλογη Σύνοδο ὀφείλουμε «νὰ ἐπαναξιολογήσουμε τὴ χρήση τοῦ ὅρου “αἱρετικός”, διακρίνοντάς τον ἀπὸ τὸν ἑτερόδοξο χριστιανὸ ἢ ἀπὸ τὸν ὁμόδοξο σχισματικό, κάτι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀλήθεια, θὰ παίζουμε μὲ τὶς λέξεις; Ἑτερόδοξος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ «δόξα», διαφορετικὸ «δόγμα», ὅπως καὶ ὁ αἱρετικός. Ἑπομένως οἱ ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοὶ” εἶναι ταυτόσημοι· πῶς θὰ τοὺς διακρίνουμε ὡς κάτι διαφορετικό; Βέβαια γιὰ λόγους ἐντυπώσεως χρησιμοποιεῖται κατὰ κόρον σήμερα ὁ ὅρος “ἑτερόδοξοι” γιὰ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς, αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλάζει τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι αἱρετικοί.
Γι᾿ αὐτὸ τὶς “ἑτερόδοξες” ἢ “ἑτερόδοξες ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅπως ἀποκαλοῦνται στὶς παραπάνω εἰσηγήσεις οἱ ποικίλες ὁμολογίες, ὁ μέγας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τὶς ὀνόμαζε μὲ ἀκρίβεια αἱρέσεις καὶ ψευδοεκκλησίες. Ἔγραφε: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις» (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224).
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας· καὶ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, ὅποια θέση κι ἂν κατέχει, νὰ τὴν ἀλλάξει. Ἂν τὸ κάνει, κινδυνεύει νὰ βρεθεῖ στὸν χῶρο ποὺ περιγράφουν αὐτοὶ οἱ ταυτόσημοι ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοί”. Κι αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ «ἐσχάτη πλάνη» τῶν ἀμφίσημων θέσεων τῆς Μεγάλης Συνόδου, τὴν ὁποία μὲ πάθος ὑπερασπίζονται.