Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Σάβ. δ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Ματθ. η΄ 14-23)
14 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· 15 καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός, καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. 16 Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν, 17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. 18 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. 19 Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. 20 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. 21 Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. 22 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς. 23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
14 Κι ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι τοῦ Πέτρου, εἶδε τήν πεθερά του κατάκοιτη καί ἄρρωστη μέ πυρετό πολύ. 15 Τότε ἄγγιξε τό χέρι της κι ἀμέσως ἔφυγε ὁ πυρετός, καί σηκώθηκε τελείως ὑγιής καί τόν ὑπηρετοῦσε, ἀφοῦ δέν αἰσθανόταν οὔτε τήν παραμικρή ἐξάντληση. 16 Κι ὅταν ἦλθε τό ἀπόγευμα, ἔφεραν στόν Κύριο πολλούς δαιμονισμένους. Καί ἔδιωξε τά πονηρά πνεύματα ἀπ’ αὐτούς μ’ ἕνα καί μόνο προστακτικό λόγο. Καί θεράπευσε ὅλους ὅσους ἔπασχαν ἀπό ἄλλα νοσήματα. 17 Ἔτσι ἐκπληρώθηκε καί πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο πού εἰπώθηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος εἶπε: Αὐτός πῆρε τίς ἀσθένειές μας καί βάσταξε ἐπάνω του τίς ἀρρώστιες μας, πάσχοντας ὡς ἀντιπρόσωπός μας γιά τίς ἁμαρτίες μας. Κι ἔτσι δέν θεράπευσε μόνο τίς ψυχές μας, ἀλλά ἔλαβε τήν ἐξουσία νά θεραπεύει καί τίς σωματικές μας ἀσθένειες. 18 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολλά πλήθη λαοῦ νά συναθροίζονται τριγύρω του, διέταξε τούς μαθητές νά ἑτοιμάσουν τό πλοῖο γιά νά ἀναχωρήσουν μαζί του στήν ἀπέναντι παραλιακή χώρα τῆς Περαίας. 19 Τότε τόν πλησίασε κάποιος γραμματεύς καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, θά σέ ἀκολουθήσω σέ ὅποιο μέρος κι ἄν πηγαίνεις. 20 Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές καί τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ μέρη γιά νά κουρνιάζουν, ἐνῶ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδή ἐγώ πού γεννήθηκα ἀπό τήν Παρθένο καί εἶμαι ὁ κατεξοχήν ἄνθρωπος, γνωστός ἀπό τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στόν Ἀδάμ, καί ὡς Μεσσίας πρόκειται νά ἔλθω πάλι Κριτής ἔνδοξος πάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ) δέν ἔχει οὔτε ποῦ νά ἀκουμπήσει τό κεφάλι του. Μήν περιμένεις λοιπόν κι ἐσύ νά ἔχεις σωματικές ἀνέσεις καί ἀναπαύσεις, ἀλλά πάρε τίς ἀποφάσεις σου γνωρίζοντας ἀπό πρίν ὅτι ἡ ζωή τῶν ἀκολούθων μου εἶναι γεμάτη ἀπό στερήσεις καί θυσίες, ὅπως ἡ δική μου. 21 Κι ἕνας ἄλλος ἀπό τούς μαθητές του τοῦ εἶπε: Κύριε, δῶσ’ μου τήν ἄδεια πρῶτα νά φύγω, νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου, καί μετά θά σέ ἀκολουθήσω παντοῦ. 22 Κι ὁ Ἰησοῦς, προβλέποντας ὅτι ἡ ἐπιστροφή τοῦ μαθητῆ στό σπίτι του θά τόν ἔριχνε σέ σοβαρές κληρονομικές φροντίδες καί διαμάχες πού θά ψύχραιναν τό ζῆλο του, τοῦ εἶπε: Ἀκολούθα με, κι ἄφησε τούς συγγενεῖς σου, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ φαίνονται ζωντανοί, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους εἶναι πνευματικῶς νεκροί, νά θάψουν τούς νεκρούς πού εἶναι δικοί τους, διότι κι αὐτοί πέθαναν μέσα στήν ἀπιστία. 23 Κι ὅταν ὁ Κύριος μπῆκε στό πλοῖο, τόν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές του.