Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τρ. ε΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Ῥωμ. ιδ΄ 9-19)
9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ. 10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ. 11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. 12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. 13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον. 14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι᾿ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν. 15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. 16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 17 οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ· 18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις. 19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
9 Εἴμαστε ὅλοι, ζωντανοί καί πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυρίου, ἐπειδή γι’ αὐτό τό σκοπό ὁ Χριστός καί πέθανε καί ἀναστήθηκε καί ἔλαβε πάλι ὡς ἄνθρωπος τή ζωή, γιά νά γίνει Κύριος καί τῶν νεκρῶν καί τῶν ζωντανῶν. 10 Κι ἀφοῦ ἀνήκουμε ὅλοι στό Χριστό, ἐσύ πού δέν τρῶς ἀπ’ ὅλα τά φαγητά γιατί κατακρίνεις τόν ἀδελφό σου; Ἤ κι ἐσύ πού ἔχεις τελειότερη γνώση στό θέμα τῶν φαγητῶν, γιατί περιφρονεῖς τόν ἀδελφό σου; Κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά κατακρίνει ἤ νά περιφρονεῖ. Διότι ὅλοι θά παραστοῦμε στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτός μόνο ἔχει δικαίωμα νά μᾶς κρίνει. 11 Διότι εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή: Ζῶ ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, καί θά πραγματοποιήσω αὐτό πού παραγγέλλω· ὅτι δηλαδή μπροστά μου κάθε ἄνθρωπος θά λυγίσει τά γόνατά του δουλικά καί λατρευτικά, καί κάθε γλώσσα θά δοξολογήσει τόν Θεό. 12 Τό συμπέρασμα λοιπόν πού βγαίνει ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι καθένας ἀπό ἐμᾶς γιά τόν ἑαυτό του θά δώσει λόγο στό Θεό, καί γι’ αὐτό τόν ἑαυτό του πρέπει νά προσέχει καί ὄχι τόν ἄλλο. 13 Ἄς μήν κατακρίνουμε λοιπόν στό ἑξῆς ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀλλ’ αὐτό νά προτιμήσετε, νά μή βάζετε δηλαδή στόν ἀδελφό ἐμπόδιο, μήπως τυχόν σκοντάψει ποτέ καί παρασυρθεῖ στήν κατάκριση ἤ κλονισθεῖ στήν πίστη. 14 Ξέρω κι ἔχω πεποίθηση, τήν ὁποία μοῦ ἐμπνέει ἡ ἕνωσή μου μέ τόν Κύριο, ὅτι καμία τροφή δέν εἶναι ἀπό τή φύση της ἀκάθαρτη, ἀλλά μόνο γιά ἐκεῖνον πού θεωρεῖ κάτι ὡς ἀκάθαρτο, γιά ἐκεῖνον αὐτό γίνεται πράγματι ἀκάθαρτο, ἐξαιτίας τοῦ λογισμοῦ του. 15 Δέν φτάνει ὅμως ἡ πεποίθηση αὐτή γιά νά μήν ἁμαρτάνεις μέ τό φαγητό. Πρέπει μαζί μ’ αὐτή νά συνυπάρχει καί ἡ ἀγάπη. Ἐάν λοιπόν γιά τό θέμα τοῦ φαγητοῦ ὁ ἀδελφός σου λυπᾶται καί σέ ἀποδοκιμάζει καί ἀγανακτεῖ ἐναντίον σου, τότε ἐσύ δέν συμπεριφέρεσαι πλέον ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη, ἐφόσον ἐπιμένεις νά τρῶς καί νά στενοχωρεῖς ἔτσι τόν ἀδελφό σου. Πρόσεχε νά μήν παρασύρεις μέ τό φαγητό σου στήν ἀπώλεια ἐκεῖνον, γιά τή σωτηρία τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός πέθανε. 16 Tό ἀγαθό λοιπόν τοῦ στηριγμοῦ σας στήν πίστη, χάρη στό ὁποῖο τρῶτε ὁποιοδήποτε φαγητό μέ ἐλευθερία χωρίς νά διστάζετε, ἄς μή γίνεται αἰτία κακολογίας καί μομφῆς ἀπό τούς ἀσθενεῖς ἀδελφούς.17 Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Χριστός στή γῆ, δέν συνίσταται στό νά τρώει καί νά πίνει κανείς ἐλεύθερα. Συνίσταται στή δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί ὁμόνοια μέ τούς ἀδελφούς μας, καί στή χαρά, πράγματα τά ὁποῖα καρποφορεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. 18 Διότι ἐκεῖνος πού μέ τίς ἀρετές αὐτές ὑπηρετεῖ τόν Χριστό, γίνεται εὐάρεστος στό Θεό καί ἐπιδοκιμάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. 19 Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἀρετές αὐτές φέρνουν τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἄς ἐπιδιώκουμε καί μεῖς κάθε τι πού συντελεῖ στήν εἰρήνη καί στή μεταξύ μας πνευματική ὠφέλεια, πρόοδο καί οἰκοδομή.