Εὐαγγέλιον: Κυρ. ε΄ Ματθαίου (Ματθ. η΄ 28-θ΄ 1)
28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
28 Κι ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε στήν ἀπέναντι ὄχθη, στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, τόν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι πού ἔβγαιναν ἀπό τά μνήματα πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ, στά ὁποῖα εὐχαριστιοῦνταν νά κατοικοῦν. Ἦταν καί οἱ δύο ἐπιθετικοί καί πολύ ἐπικίνδυνοι· τόσο, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά περάσει ἀπ’ τό δρόμο ἐκεῖνο. 29 Καί ξαφνικά ἀπ’ τό φόβο τους κραύγασαν δυνατά καί εἶπαν: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σέ σένα, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ πρόωρα, πρίν ἀπό τόν καιρό τῆς παγκόσμιας κρίσεως, γιά νά μᾶς βασανίσεις; 30 Στό μεταξύ ὑπῆρχε μακριά ἀπ’ αὐτούς ἕνα κοπάδι μέ πολλούς χοίρους, πού ἔβοσκαν ἐκεῖ. 31 Οἱ δαίμονες τότε ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν: Ἐάν πρόκειται νά μᾶς βγάλεις ἔξω ἀπό ἐδῶ, δῶσ’ μας τήν ἄδεια νά φύγουμε καί νά μποῦμε μέσα στό κοπάδι τῶν χοίρων. 32 Κι ἐπειδή αὐτοί πού ἔτρεφαν τούς χοίρους τό ἔκαναν αὐτό παραβαίνοντας τόν Μωσαϊκό νόμο, πού ἀπαγόρευε ὡς ἀκάθαρτο τό χοιρινό κρέας, ὁ Κύριος τιμωρώντας τήν παρανομία τους αὐτή εἶπε στούς δαίμονες: Πηγαίνετε. Κι αὐτοί βγῆκαν ἀπ’ τούς ἀνθρώπους καί πῆγαν στούς χοίρους. Καί ξαφνικά ὅλο τό κοπάδι τῶν χοίρων ὅρμησε μέ μανία ἀπό τό ἐπάνω μέρος τοῦ γκρεμοῦ πρός τά κάτω, στή θάλασσα, καί πνίγηκαν στά νερά τῆς λίμνης. 33 Τότε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τούς χοίρους ἔφυγαν, κι ἀφοῦ πῆγαν στήν πόλη, ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔγιναν, καί ἰδιαιτέρως τό τί συνέβη μέ τούς δαιμονισμένους. 34 Καί τότε ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως βγῆκαν γιά νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ· κι ὅταν τόν εἶδαν, τόν παρακάλεσαν νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους, ἀπό φόβο μήπως πάθουν καί μεγαλύτερα κακά. Καί ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο, πέρασε στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καί ἦλθε στή δική του πόλη, τήν Καπερναούμ.