Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ζ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Ματθ. ιε΄ 12-21)
12 τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· οἶδας ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον; 13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται. 14 ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται. 15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν ταύτην. 16 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; 17 οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; 18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 19 ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. 20 ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Τότε τόν πλησίασαν οἱ μαθητές του καί τοῦ εἶπαν: Γνωρίζεις ὅτι οἱ Φαρισαῖοι σκανδαλίστηκαν καί ἀγανάκτησαν, ὅταν ἄκουσαν τό λόγο πού εἶπες γιά τίς τροφές; 13 Ὁ Κύριος τότε τούς ἀποκρίθηκε: Κάθε φυτεία πού δέν τή φύτεψε ὁ οὐράνιος Πατέρας μου θά ξεριζωθεῖ ἀπ’ τό χωράφι τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος δηλαδή πού λόγῳ τῆς ἀναξιότητός του δέν τόν προόρισε ὁ Πατέρας μου γιά τή βασιλεία του, θά ἀποβληθεῖ καί θά ξεριζωθεῖ ἀπ’ αὐτήν. 14 Ἀφῆστε τους· εἶναι ὁδηγοί τυφλοί, πού ὁδηγοῦν τυφλούς. Κι ἄν ἕνας τυφλός ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θά πέσουν καί οἱ δύο σέ βαθύ λάκκο. 15 Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος: Δῶσ’ μας νά καταλάβουμε τόν ἀσαφή αὐτό λόγο, πού εἶναι σάν αἴνιγμα. 16 Καί ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Ἀκόμη καί τώρα, ὕστερα ἀπό τόσες διδασκαλίες πού σᾶς ἔκανα, εἶστε καί σεῖς ἀνίκανοι νά καταλάβετε τήν ἀλήθεια πού σᾶς εἶπα; 17 Ἀκόμη δέν καταλαβαίνετε ὅτι ἐκεῖνο πού εἰσάγεται στό στόμα μέ τίς τροφές προχωρεῖ πρός τήν κοιλιά καί ἀποβάλλεται στό ἀποχωρητήριο; 18 Ὅσα ὅμως βγαίνουν ἀπ’ τό στόμα, προέρχονται ἀπό τήν καρδιά, κι αὐτά εἶναι πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο. 19 Διότι ἀπ’ τήν καρδιά βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Ὅλες αὐτές οἱ παραβάσεις ἀρχικῶς φυτρώνουν στήν καρδιά ὡς λογισμοί καί ἐπιθυμίες καί ἀποφάσεις, κι ἀπό ἐκεῖ πηγάζουν. 20 Αὐτά εἶναι ἐκεῖνα πού μολύνουν τήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ψυχή. Τό νά φάει ὅμως κανείς μέ ἄπλυτα χέρια, αὐτό δέν τόν κάνει ἀκάθαρτο. Ἐνδέχεται βέβαια νά μολύνει τόν ὀργανισμό του, ἡ ψυχή του ὅμως παραμένει ἀμόλυντη καί καθαρή. 21 Κι ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό κεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀναχώρησε πρός τά μέρη τῆς Τύρου καί Σιδώνας.