Ποτὲ μόνος

Στὸν δρόμο τῆς ζωῆς σου, στὴν καθημερινὴ πάλη, στὸν ἀγώνα τὸν πνευματικό, σὲ κάθε σου προσπάθεια μὴ μένεις μόνος. Ἡ παρουσία κά­ποιου ἄλλου δίπλα σου, συμπαραστάτη, φίλου, βοηθοῦ, εἶναι ἀπαραίτητη.

Τὸ λέει μὲ σαφήνεια ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ γράφει ὁ σοφὸς Σολομών: «Οὐαὶ αὐτῷ τῷ ἑνί», ἀλίμονο στὸν ἕνα, ποὺ μένει ἀπομονωμένος, ποὺ δὲν ἔχει κάποιον δίπλα του. Θὰ ἔλθει ἡ δύσκολη ὥρα στὴ ζωή του, θὰ λυγίσει ἴσως κάποτε, μπορεῖ νὰ τὸν ἐγκαταλείψουν οἱ δυνάμεις του καὶ νὰ πέσει. Ποιὸς τότε θὰ βρεθεῖ κοντά του νὰ τὸν σηκώσει, νὰ τὸν στηρίξει; «Οὐαὶ αὐτῷ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καὶ μὴ ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν».

Ἂν ὅμως ἔχει συνοδοιπόρο στὴν πορεία τῆς ζωῆς, ἂν ἔχει κάποιον βοηθό, τότε ἡ πορεία εἶναι ἀσφαλής, ἡ ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ εὐκολότερη, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ὁποιασδήποτε δυσκολίας πιὸ ἀποτελεσματική: «Ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα, οἷς ἐστιν αὐτοῖς μισθὸς ἀγαθὸς ἐν μόχθῳ αὐτῶν· ὅτι ἐὰν πέσωσιν, ὁ εἷς ἐγερεῖ τὸν μέτοχον αὐτοῦ» (Ἐκκλησ. δ΄ 9-10). Καλύτερα οἱ δυὸ ἀπὸ τὸν ἕνα. Λόγῳ τῆς συνεργασίας τους θὰ ἔχουν καλὴ ἀμοιβὴ γιὰ τοὺς κόπους τους. Διότι ἂν πέσει ὁ ἕνας, ὁ ἄλλος θὰ τρέξει νὰ σηκώσει τὸν σύντροφό του.Πόσο ὄμορφη καὶ συγκινητικὴ ἡ εἰκόνα! Ἕνας ἄνθρωπος πεσμένος στὴ γῆ καὶ κάποιος δίπλα του μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη προσπαθεῖ νὰ τὸν σηκώσει, νὰ τὸν στήσει στὰ πόδια του, νὰ τὸν βοηθήσει νὰ περπατήσει, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν κοινή τους πορεία!

Ἀντίθετα, εἶναι τραγικὴ ἡ εἰκόνα τοῦ ἐξαντλημένου τελείως ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται κάτω πεσμένος, ἀνήμπορος νὰ σηκωθεῖ μόνος του. Κοιτάζει γύρω του μὲ ἀγωνία, ψάχνει κάποιον βοηθό, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ὑπάρχει, κανεὶς δὲν σπεύδει κοντά του!

Ἡ μοναξιὰ βαριὰ καὶ δύσκολη, μοιάζει σὰν τιμωρία, καὶ εἶναι· στὴν ἀπομόνωση, λένε, τὸν ἔχουν. Νὰ μὴ βλέπει κανένα, νὰ μὴν ἐπικοινωνεῖ μὲ κανένα, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ πεῖ τὸν πόνο του σὲ κανέναν.

Ἀκόμη καὶ στὸν Παράδεισο ἡ μοναξιὰ δὲν ἦταν καλή. Ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἦταν καλά, ὑπῆρχε κάτι ποὺ δὲν ἦταν καλό. «Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν», εἶπε ὁ Θεὸς ὅταν ἔπλασε τὸν Ἀδάμ (Γεν. β΄ 18). Τὸ τέλειο πλάσμα τῶν χειρῶν Του, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἦταν στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἦταν μόνος. Καὶ ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τὴν Εὔα. Γιὰ νὰ μὴν εἶναι μόνος ὁ Ἀδάμ. Γιὰ νὰ ὑπάρχει κοινωνία, ἀγάπη, ἀλληλοβοήθεια. Γιὰ νὰ πορευθοῦν μαζὶ στὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ἔβαλε νὰ ζήσουν.

Πολὺ περισσότερο στὸν κόσμο τῆς πτώσεως καὶ τῆς φθορᾶς, στὸν κόσμο στὸν ὁποῖο κυριαρχοῦν ὁ φθόνος, ἡ κακία, ἡ ἀδικία, ἡ θλίψη, ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ πόνος, χρειαζόμαστε τὴν παρουσία τῶν ἀδελφῶν μας. Γιὰ νὰ ποῦμε τὸν πόνο μας, γιὰ νὰ στηριχθοῦμε στὸν πόνο μας καὶ νὰ παρηγορηθοῦμε, γιὰ νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας καὶ νὰ παλέψουμε στὴ ζωή μας. «Ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα».

Ἐπίσης στὰ βιοτικὰ ἔργα μας, στὶς ὑποθέσεις τῆς ζωῆς μας, τῆς καθημερινῆς ἐργασίας μας, πολλὲς φορὲς χρειαζόμαστε ἐκεῖνον ποὺ θὰ σταθεῖ κοντά μας μὲ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, θὰ καταλάβει τὸ πρόβλημά μας, θὰ μᾶς συμβουλέψει, θὰ ἐπισημάνει τὸ λάθος μας, θὰ μᾶς πεῖ μιὰ γνώμη πιὸ σωστή, ἡ ὁποία θὰ φωτίσει τοὺς δρόμους μας καὶ θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ ἀδιέξοδα βασανιστικά. «Ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα».

Καὶ στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, στὴν πάλη μὲ τὸν ἑαυτό μας δὲν πρέπει νὰ μένουμε μόνοι μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἡ προσ­πάθεια νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι δύσκολη καὶ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μας. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὁ κόσμος ποὺ διαρκῶς προκαλεῖ, ὁ ἀντίδικος διάβολος ποὺ ἀκατάπαυστα πολεμεῖ, δὲν ὑποχωροῦν εὔκολα καὶ συχνὰ ἐπικρατοῦν. Ἡ παρουσία καὶ ἑνὸς ἔστω ἀδελφοῦ, ποὺ ἀγωνίζεται δίπλα μας, δίνει θάρρος στὴν ψυχὴ καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ ὑποχωρήσει.Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ «ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα». Εἶναι πολὺ βοηθητικὴ ἡ παρουσία κάποιου ἀδελφοῦ κοντά μας. Οἱ δύο μαζὶ ἀγωνιζόμαστε ἀποτελεσματικότερα. Ὁ ἕνας συμπληρώνει, διορθώνει, στηρίζει, ἐμ­πνέει, ἐνθαρρύνει καὶ βοηθεῖ ποικιλοτρόπως τὸν ἄλλον. Καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἄρχισε νὰ ἀποστέλλει τοὺς δώδεκα Μαθητές Του σὲ περιοδεία, τοὺς ἀπέστειλε δύο-δύο (βλ. Μάρκ. ς΄ 7). «Πρὸς παρηγορίαν ἀλλήλων» καὶ «ἵνα καὶ προθυμότεροι ὦσι», σημειώνουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές. Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβα πορεύθηκαν νὰ κηρύξουν στὰ ἔθνη. Καὶ στοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Θεὸς «ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρὼν» ἐξήγαγε τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου (Ἀριθ. λγ΄ [33] 1).

Ὁ σοφὸς Σολομὼν γράφει στὶς Παροιμίες (ιη΄ [18] 19): «Ἀδελφὸς ὑπὸ ἀ­δελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον». Ὅταν ἕνας ἀδελφὸς βοηθεῖται ἀπὸ ἄλλον, μοιάζει μὲ ψηλὴ καὶ ὀχυρωμένη πόλη, εἶναι δὲ ἰσχυρὸς ὅπως τὸ βασιλικὸ ἀνάκτορο, ποὺ ἔχει γερὰ καὶ βαθιὰ θεμέλια καὶ δέν σείεται εὔκολα.

Ἀδελφέ, ποὺ ἀγωνίζεσαι καὶ προσπαθεῖς. Ποτὲ μόνος. Μὴν κλείνεσαι στὸν ἑαυτό σου, μὴν ἀπομονώνεσαι. Ἔχεις ἀνάγκη τοὺς ἀδελφούς σου, σὲ ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἐκεῖνοι. Δὲν σωζόμαστε μόνοι μας. Ζοῦμε καὶ σωζόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τόσοι ἀδελφοὶ γύρω μας. Σὲ κάθε καμπὴ τῆς πορείας μας, σὲ κάθε στιγμὴ τοῦ ἀγώνα μας, κάποιος νὰ βρίσκεται δίπλα μας. Στήριγμα, παρηγοριὰ καὶ βοηθός μας. Κι ἐμεῖς πρόθυμα νὰ γινόμαστε συμπαραστάτες καὶ βοηθοὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Μὴν τοὺς ἀφήνουμε μόνους. Μᾶς τὸ λέει ὁ Θεός: «Ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα».