Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ιε΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μρ. ς΄ 45-53)
45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· 46 καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. 47 καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. 48 καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς. 49 οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· 50 πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. 51 καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. 52 οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη. 53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
45 Κι ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιά νά μήν παρασυρθοῦν οἱ μαθητές ἀπό τόν ἐνθουσιασμό τοῦ λαοῦ πού ἤθελε νά τόν ἀνακηρύξει βασιλιά, τούς ἀνάγκασε νά μποῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν πρίν ἀπ’ αὐτόν στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, στή Βηθσαϊδά, μέχρι νά διαλύσει ὁ ἴδιος τά πλήθη τοῦ λαοῦ. 46 Κι ἀφοῦ τούς ἀποχαιρέτισε, ἀνέβηκε στό βουνό γιά νά προσευχηθεῖ. 47 Κι ὅταν βράδιασε καλά, τό πλοῖο ἦταν στή μέση τῆς λίμνης, κι αὐτός ἦταν μόνος του στή στεριά. 48 Καί τούς εἶδε νά βασανίζονται μέ τά κύματα καθώς κωπηλατοῦσαν. Καί βασανίζονταν διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος. Καί στό τέταρτο καί τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας ἔρχεται κοντά τους ὁ Ἰησοῦς περπατώντας πάνω στή θάλασσα σάν νά ἦταν στεριά. Καί ἤθελε νά τούς προσπεράσει. 49 Αὐτοί ὅμως, ὅταν τόν εἶδαν νά περπατάει πάνω στή θάλασσα, νόμισαν ὅτι αὐτό τό πρωτοφανές πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἔβγαλαν κραυγή τρόμου. 50 Κι ἔβγαλαν ὅλοι τήν κραυγή αὐτή, διότι ὅλοι τόν εἶδαν καί ταράχθηκαν. Ἀμέσως τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε καί τούς εἶπε: Ἔχετε θάρρος. Ἐγώ εἶμαι. Μή φοβάστε. 51 Κι ἀνέβηκε μαζί τους στό πλοῖο καί ἀκαριαῖα ἡσύχασε ὁ ἄνεμος. Τότε οἱ μαθητές κυριεύθηκαν μέσα τους ἀπό ὑπερβολική ἔκσταση, ὥστε νά μήν μποροῦν νά ἐκφράσουν ὅ,τι αἰσθάνονταν. Καί θαύμαζαν, παρόλο πού ὁ Ἰησοῦς πρίν ἀπό λίγο εἶχε κάνει καί τό ἄλλο καταπληκτικό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καί τῶν ψαριῶν. 52 Θαύμαζαν ὅμως τώρα πάρα πολύ, διότι δέν εἶχαν καταλάβει τί εἶχε γίνει μέ τά ψωμιά καί δέν εἶχαν ἐκτιμήσει βαθιά τό θαῦμα ἐκεῖνο. Ἔπρεπε βέβαια νά τό εἶχαν καταλάβει. Ἀλλά ἡ διάνοιά τους ἦταν πωρωμένη καί βραδυκίνητη, ἐπειδή δέν εἶχαν δεχθεῖ ἀκόμη τό φωτισμό τοῦ Πνεύματος. 53 Κι ἀφοῦ διέσχισαν τή λίμνη, ἦλθαν στή χώρα Γεννησαρέτ κι ἀγκυροβόλησαν ἐκεῖ.