Ἡ θαυμαστή ἁλιεία

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Σεπτεμβρίου 2018, Α΄ Λουκᾶ (Λκ. ε΄ 1-11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

1. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ

Ὁ Κύριος περιδιαβαίνει τὴν ἀκρογια­λιὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ τὰ πλήθη τρέχουν μὲ πόθο κοντά του. Καὶ καθὼς βλέπει δυὸ μικρὰ πλοῖα ἀραγμένα στὴ λίμνη, μπαίνει σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά· εἶναι τὸ πλοῖο τοῦ Σίμωνα. Καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸ σύρει λίγο πιὸ μέσα στὴ λίμνη γιὰ νὰ διδάξει τὰ πλήθη μέσα ἀπὸ τὸ πλοῖο αὐτό. Ὅταν τελείωσε τὴ διδασκαλία του ὁ Κύριος, λέει στὸν Σίμωνα: Φέρε πάλι τὸ πλοῖο στὰ βαθιὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας. Ὁ Σίμων ὅμως μὲ ἔκπληξη τοῦ ἀποκρίνεται: Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τὰ δίχτυα καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ ὅμως τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ. Καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἀκολούθησε ἦταν ἐντυ­πωσιακό. Τὸ δίχτυ τους γέμισε τόσο πολλὰ ψάρια, ὥστε ἄρχισε νὰ σχίζεται. Οἱ ψαράδες τότε φώναξαν ἀμέσως τοὺς συνεταίρους τους ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο, νὰ βοηθήσουν νὰ σύρουν τὸ δίχτυ ἐπάνω. Ἀλλὰ τὰ ψάρια ἦταν τόσο πολλά, ὥστε τὰ δυὸ πλοῖα κινδύνευαν νὰ βυθισθοῦν.

Τί νόημα ὅμως εἶχε αὐτὸ τὸ τόσο ἐν­­τυπωσιακὸ θαῦμα; Καὶ γιατί ὁ Κύριος πρὶν τὸ ἐπιτελέσει ζήτησε ἀπὸ τοὺς ψαράδες νὰ ρίξουν τὰ δίχτυα τους καὶ μάλιστα σὲ ἀκατάλληλη ὥρα; Διότι ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἤθελε νὰ διδάξει πολὺ με­γάλες ἀλήθειες στοὺς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, τοὺς ὁποίους σὲ λίγο θὰ καλοῦσε νὰ γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων καὶ νὰ σαγηνεύουν στὰ πνευματικά τους δίχτυα ὅλη τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἦταν τύπος τῆς πνευματικῆς ἁ­­­­­λι­­είας τους. Καὶ ἔπρεπε νὰ χαραχθεῖ βα­θιὰ στὴν ψυχή τους. Ἔπρεπε νὰ τὸ θυ­­­­μοῦνται πολὺ καλὰ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ὅταν ἀργότερα στὸ τιτάνιο ἔργο τους θὰ συναντοῦσαν δυσκολίες καὶ ἀπογοητεύσεις. Νὰ θυμοῦνται καὶ νὰ συναισθάνονται ὅτι στὴν πνευματική τους διακονία χωρὶς τὸν Κύριο δὲν θὰ μποροῦσαν τίποτε νὰ ἐπιτύχουν, ἐνῶ μὲ τὴ δική του δύναμη θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν τὰ πάντα. Ἄδεια τὰ δίχτυα χωρὶς τὴν εὐλογία του. Γεμάτα ὅταν τὰ εὐλογοῦσε ὁ Χριστός.

Ἔπρεπε ἀκόμη νὰ καταλάβουν οἱ μα­­θητὲς μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὅτι γιὰ νὰ ἔχουν καρποφορία στὸ ἔργο τους θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν τυφλὴ ὑπα­κοὴ στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου. Ἀ­­­κόμη καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν κατανοοῦσε ἡ περιορισμένη τους λογική. Καὶ νὰ μὴν ὑ­­­πολογίζουν κόπο καὶ θυσίες. Αὐτοὶ νὰ δίνουν τὸ χρόνο τους, τὸν κόπο τους καὶ τὴ ζωή τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ τὰ μεταχειρισθεῖ ὅπως Αὐτὸς ἤθελε· ἔχοντας τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐπιβραβεύει τὴ θυσία τους, τὴν πρόθυμη ὑπακοή τους, τὴν ἀδιάσειστη πίστη τους στὴ δύναμή του.

2. ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΗΤΟΣ

Ὅταν εἶδε ὁ Πέτρος τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ καὶ ἀνέλπιστο πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπε: Βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου καὶ φύγε ἀπὸ μένα, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ Σ’ ἔχω στὸ πλοῖο μου. Ὁ Κύριος ὅμως τὸν καθησύχασε καὶ τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα θὰ σαγηνεύεις ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους μὲ τὸ κήρυγμά σου θὰ ὁδηγεῖς στὴ σωτηρία. Κατόπιν ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ οἱ ψαράδες ἐπανέφεραν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.

Ἡ στάση ὅμως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μᾶς δημιουργεῖ κάποιον προβληματισμό. Γιατὶ ἀντὶ νὰ πανηγυρίσει γιὰ τὸ μεγαλειῶδες θαῦμα, παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ πλοῖο του; Αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια περίμενε τὸν Μεσσία, τώρα Τοῦ ζητᾶ νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωή του; Ἀσφαλῶς τὸ αἴτημα τοῦ Πέτρου δὲν ἐκφράζει μία διάθεση ἀρνήσεως καὶ ἀποδιώξεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα. Ὁ ἄδολος αὐτὸς ψα­ρὰς τῆς Γαλιλαίας ἔνιωσε τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα φοβερὸ συγκλονισμὸ στὴν ψυχή του. Κατάλαβε μέσα στὴν εὐλογία τοῦ θαύματος ὅτι δὲν ἔχει μπροστά του ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἕνα μο­ναδικὸ διδάσκαλο ποὺ ἔχει θεία δύναμη. Καὶ αἰσθανόμενος τὸ μεγαλεῖο του δὲν ἀντέχει νὰ ἀτενίσει τὸ θεϊκό του πρόσωπο, ἀλλὰ πέφτει συντετριμμένος καὶ Τὸν προσκυνᾶ. Διότι αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς παρουσίας του. Αἰσθάνεται τοῦ Χριστοῦ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δική του μικρότητα καὶ ἁμαρτωλότητα.

Αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει σὲ κάθε πνευματικὸ ἄνθρωπο κάθε φορὰ ποὺ αἰσθάνεται ἰδιαιτέρως ἔκδηλη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Εἶναι ἕνα βίωμα ποὺ τὸ νιώθουμε οἱ πιστοὶ καθὼς βρισκόμαστε σὲ μία ἱερὴ ὥρα τῆς λατρείας ἢ σὲ στιγμὲς ποὺ αἰσθανό­­μαστε τὸν Θεὸ ὁλοζώντανο στὴ ζωή μας, καὶ ἀφυπνίζεται ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μᾶς συνέχει τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Τρέμουμε, φοβό­μαστε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυ­­τόχρονα καὶ τὴν ποθοῦμε καὶ τὴ λα­­χταροῦμε. Πῶς νὰ πλησιάσουμε τὸν πάναγνο Κύριο οἱ ρυπαροὶ καὶ ἀνάξιοι; Αἰσθανόμαστε πόσο ἁμαρ­τωλοὶ εἴμαστε καὶ ὅτι δὲν ἀξίζουμε τῶν εὐλογιῶν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν κα­ταλαβαίνουμε ἴσως εἶναι ὅτι ὅσο περισσότερο ἀναγνωρίζουμε τὴν ἁ­μαρτωλότητά μας, τόσο περισσότερο ἑλκύουμε τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ ἂς στεκόμαστε μὲ δέος καὶ φόβο ἐνώπιόν του καὶ ἂς Τὸν παρακαλοῦμε ταπεινὰ καὶ ὁλοκάρδια νὰ μὴ φύγει ποτὲ ἀπὸ κοντά μας λόγῳ τῆς μεγάλης ἁμαρτωλότητός μας, ἀλλὰ νὰ μένει πάντοτε στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴν γεμίζει μὲ τὶς εὐλογίες του.