Δίνε μέ χαρά!

Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 30 Σεπτεμβρίου 2018 (ΙΗ΄ Κυριακῆς: Β΄ Κορ. θ΄ 6-11)

Aδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. ἕκαστος κα­θὼς προαιρεῖται τῇ καρ­δίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δό­την ἀγαπᾷ ὁ Θεός. δυνα­τὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισ­σεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγα­θόν, καθὼς γέγραπται· ἐ­σκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πέ­νη­σιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. ὁ δὲ ἐ­πιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶ­σιν χορηγήσαι καὶ πλη­θύναι τὸν σπόρον ὑ­μῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γε­νή­ματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

«Ἱλαρὸν δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς»

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φρόντιζε νὰ διενεργεῖ ἐράνους στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ὑπὲρ τῶν πτωχῶν Χριστιανῶν στὴν Ἰουδαία. Γιὰ ἕναν τέτοιον ἔρανο προέτρεψε καὶ τοὺς Κορινθίους στὴ δεύτερη ἐπιστολή του πρὸς αὐτούς. Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑνότητα τῆς ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀπόστολος προτρέπει τοὺς Χριστιανοὺς ὄχι ἁπλῶς νὰ προσφέρουν, ἀλλὰ νὰ προσ­φέρουν μὲ χαρά. Διότι, προσθέτει, ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν «ἱλαρὸν δότην», αὐτὸν ποὺ δίνει μὲ προθυμία καὶ χαρούμενο πρόσωπο.

Ἂς δοῦμε γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν «ἱλαρὸν δότην» καὶ πῶς θὰ κατορθώσουμε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς τέτοιοι.

1. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη

Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι πολὺ μεγάλη ἀρετή, στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Ὅμως γιὰ νὰ εἶναι θεάρεστη ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ κάνουμε, πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν καρδιά μας, μὲ τὴ θέλησή μας, ὅπως τὸ γράφει ἀμέσως προηγουμένως ὁ ἅγιος Ἀπόστολος: «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης».

Δὲν φθάνει μόνο νὰ κάνουμε κάτι καλό, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε καὶ μὲ θεάρεστη διάθεση. Οἱ Φαρισαῖοι π.χ. προσεύχονταν στὶς γωνίες τῶν πλατειῶν γιὰ νὰ τοὺς δοῦν καὶ νὰ τοὺς θαυμάσουν. Ἡ προσευχή τους ὄχι ἁπλῶς δὲν ἦταν θεάρεστη, δὲν ἦταν ἀρετή, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἁμαρτία, ἦταν πράξη ἐπιδείξεως, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ κάτι ποὺ ἀποστρέφεται ἔντονα ὁ Θεός. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἄλλη ἐνάρετη κατ᾿ ἀρχὴν πράξη ποὺ γίνεται μὲ ἀμφίβολα ἐλατήρια.

Προκειμένου γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ἐὰν ἐλεοῦμε «ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης», ἐλεοῦμε μὲ μισὴ καρδιά, ὄχι ἀπὸ ἀγάπη ἀλλὰ ἀπὸ καθῆκον. Ἡ ὑπακοή μας στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλλιπής· γι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἡ ἐλεημοσύνη μας ἔχει τὶς σκιές της, δὲν εἶναι τέλεια. Ἐπίσης δείχνει ἴσως ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλεονεξίας. Ἀντίθετα, ὅταν πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τότε μετὰ χαρᾶς βοηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐαρεστεῖται στὴν ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται μὲ χαρά, διότι αὐ­τὸ μαρτυρεῖ τέλεια ὑπακοὴ στὴν ἐντολή Του, ἀληθινὴ ἀρετή, ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, πνευματικὴ ὡριμότητα.

2. Ἄλλος τρόπος σκέψεως

Ἀλλὰ πῶς θὰ φθάσουμε στὴν ἀξιοζήλευτη αὐτὴ κατάσταση, νὰ εἴμαστε «ἱλαροὶ δότες»; Μᾶς βοηθάει πολὺ σ᾿ αὐτό, τὸ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει μεγάλη ἀνταπόδοση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ», μᾶς διαβεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Παρ. ιθ´ [19] 17). Δανείζει στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ τὸν φτωχό· καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία δίνει, θὰ τὸν ἀνταμείψει ὁ Θεός.

Ἐπίσης μᾶς δίνουν χαρὰ παρόμοιοι λογισμοί: ὅτι μὲ τὴν προσφορά μας ἀνακουφίζεται ὁ συνάνθρωπός μας, ὅτι ἔτσι γινόμαστε χρήσιμοι στὸ περιβάλλον μας καὶ δὲν ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας…

Τελικὰ ἡ μετὰ χαρᾶς ἐλεημοσύνη στὴν τέλεια μορφή της εἶναι καρπὸς τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τοῦ ἑαυτοῦ μας, τεκμήριο ἁγιότητος. Γι᾿ αὐτὸ συστηματικὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὸν ἑαυτό μας, νὰ νεκρώνουμε τὴν πλεονεξία, τὴ φιλαυτία, τὴν ἰδιοτέλεια καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴ διακονία, τὴν προσφορά, τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅσο καθαριζόμαστε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, τόσο γεμίζουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Τότε ἀπὸ τὴν προσφορά μας, ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μόνο, θὰ αἰσθανόμαστε μεγάλη χαρά, τὴν ὁποία θὰ μᾶς μεταδίδει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ποὺ θὰ κατοικεῖ μέσα μας. Τότε θὰ αἰσθανόμαστε ὅτι πιὸ πολὺ κερδίζουμε δίνοντας παρὰ παίρνοντας, διότι ἔτσι δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, γινόμαστε αἰτία νὰ ἀνακουφισθεῖ ὁ συνάνθρωπός μας στὸν πόνο καὶ στὴ δυσκολία του, κι ἐμεῖς πλουτίζουμε σὲ ἔργα ἀγάπης.

***

Ὁ πιὸ «ἱλαρὸς δότης» εἶναι ὁ Θεός! Σκορπίζει κάθε στιγμὴ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες σὲ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ πλάσματά Του, στὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα, καὶ κυρίως στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς δίκαιους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁμαρτωλούς! Ἁπλόχερα καὶ μὲ χαρά! Διότι εἶναι ἀγάπη, καὶ γνώρισμά Του εἶναι νὰ εὐεργετεῖ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας, Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ Τοῦ μοιάσουμε· νὰ Τοῦ μοιάσουμε στὴν ἀγάπη, στὴν εὐεργετικότητα, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν. Ἂς τὸ προσπαθοῦμε καὶ ἂς Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς τὸ χαρίζει, ὥστε νὰ εὐαρεστοῦμε ἐνώπιόν Του ζώντας τὴ χαρὰ καὶ ἀναπνέοντας τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀγάπης, ἐν τέλει δὲ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας Του.