Ἀνήκω στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ

Ναί! Δὲν ἀνήκω σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ βλέπω γύρω μου, ποὺ μὲ περιβάλλει μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση νὰ ἀποδεχθῶ τοὺς τρόπους του, νὰ συμβιβασθῶ μὲ τὸ πνεῦμα του, νὰ ὑποταχθῶ στὶς συνήθειές του. Δὲν ζῶ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ ἔρχονται καὶ ποῦ πηγαίνουν, ποὺ μένουν ἐγκλωβισμένοι στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, ποὺ παλεύουν γιὰ μιὰ πρόσκαιρη ἀμφιβόλου ποιότητος εὐτυχία πάνω στὴ γῆ.

Ὄχι! Δὲν ἀνήκω στὸν εὔθραυστο κόσμο τοῦ ἀδιέξοδου πολιτισμοῦ μας, στὸν μάταιο κόσμο τῆς γῆς, στὴν ἐπίπεδη πραγματικότητα τοῦ παρόντος, στὸ μηδὲν ποὺ καταπίνει τὴ ζωὴ καὶ ταλαιπωρεῖ τὴν ὕπαρξή μας.

Ἀνήκω στὸν κόσμο τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Ἀνοίγω τὰ φτερά μου στὸν ἀπέραν­το κόσμο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς αἰωνιότητος. Γνωρίζω τί θέλω, ποῦ πηγαίνω, τί μπορῶ. Καὶ ἡ γνώση αὐτὴ δίνει νόημα ὑπέροχο στὴ ζωή μου, ἀναγεννᾶ τὴν ὕπαρξή μου, φτιάχνει μέσα μου τὸν κόσμο τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, τὸν κόσμο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, ποὺ ἀπολαμβάνω μέσα στὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν ὑπέροχη πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀνήκω στὸν κόσμο ποὺ ἦλθε νὰ δημιουργήσει ὁ Θεός, τότε ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ καὶ ἦλθε ὡς ἄνθρωπος ἀνάμεσά μας.

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο Του καὶ νὰ ἀναχωρήσει στοὺς οὐρανούς, εἶπε γιὰ τοὺς μαθητές Του, ποὺ ἄφηνε στὴ γῆ νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο Του: «Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί» (Ἰω. ιζ΄ [17] 16). Ζοῦν βέβαια μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπως Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμο.

Δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Ἡ κατάσταση, οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς Του δὲν Τὸν τοποθετοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Δὲν εἶχε πλούτη καὶ ἀνέσεις, δὲν εἶχε κοσμικὰ ἀξιώματα καὶ ζηλευτὲς θέσεις ἀνάμεσα στοὺς ἐπισήμους καὶ μεγάλους τῆς γῆς. Δὲν ἐπεδίωξε ποτὲ τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ δύναμη. Οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες δὲν Τὸν γνώριζαν. Ἡ ζωή Του ἦταν ἁπλὴ καὶ πτωχική. Τὰ φρονήματά Του καὶ τὸ πνεῦμα Του τελείως ξένα πρὸς τὰ φρονήματα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ἦταν νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, οἱ γνήσιοι Χριστιανοί, εἶναι νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τῆς ματαιότητος καὶ τῆς φθορᾶς. «Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί». Ζοῦν στὸν ἅγιο κόσμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν συνήθων ἀνθρώπων τῆς γῆς. «Χριστιανῶν γὰρ κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ ἄλλη τράπεζα καὶ ἄλλα ἐνδύματα καὶ ἄλλη ἀπόλαυσις καὶ ἄλλη κοινωνία καὶ ἄλλο φρόνημα», γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Διαφέρει πολὺ ὁ κόσμος τῶν Χριστιανῶν. Διαφορετικὸ τὸ τραπέζι μας. Τρῶμε μὲ μέτρο, μὲ περιορισμούς, μὲ νηστεῖες, μὲ προσευχή, μὲ δοξολογία καὶ εὐχαριστία στὸν Θεό, ποὺ μᾶς δίνει ἄφθονα τὰ ἀγαθά Του. Καὶ τὰ ἐνδύματά μας διαφέρουν· δὲν εἶναι πλούσια, ἐντυπωσιακά, προκλητικά, ἀλλὰ ἁπλά, λιτὰ καὶ σεμνά. Καὶ οἱ ἀπολαύσεις μας διαφορετικές· δὲν μᾶς συγκινοῦν οἱ αἰσθησιακὲς ἀπολαύσεις τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ σαγηνεύουν τὶς ψυχές μας οἱ πνευματικὲς ἀπολαύσεις, ποὺ ἱκανοποιοῦν τοὺς βαθύτερους πόθους μας γιὰ τὸ αἰώνιο, τὸ ἄπειρο, τὸ ἀληθινό. Καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας ὄχι ψυχρὴ καὶ τυπική, ἀλλὰ ἐγκάρδια, εἰλικρινής, ἀδελφική. Καὶ τὸ φρόνημά μας εἶναι γνήσιο καὶ ταπεινό, πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ ὑψηλὸ καὶ ὑπερήφανο φρόνημα τοῦ κόσμου.

Πόσο διαφορετικός, πόσο ἀνώτερος ὁ κόσμος τῶν Χριστιανῶν! «Διὸ καὶ κρείττους πάντων ἀνθρώπων τυγχάνουσι», συμπεραίνει ὁ ἅγιος Μακάριος (βλ. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, ΕΠΕ 7, 130). Ἀνώτεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ πιστοί, διότι εἶναι πολὺ καλύτερος ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦν.

Ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. παρουσιάζει τὴν κατάσταση τῶν πρώτων Χριστιανῶν καὶ φανερώνει τὴ διαφορετικότητα στὴ ζωή τους σὲ σχέση μὲ τοὺς συγχρόνους τους: Οἱ Χριστιανοί, λέει, παρουσιάζουν θαυμαστὴ καὶ πραγματικὰ παράδοξη τὴν κατάσταση τῆς πολιτείας τους. Κατοικοῦν στὶς πατρίδες τους, ἀλλ’ ὡς πάροικοι, σὰν ξένοι. Λαμβάνουν μέρος σ’ ὅλα ὡς πολίτες, καὶ ὅλα τὰ περνοῦν σὰν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος γίνεται γι’ αὐτοὺς πατρίδα καὶ κάθε πατρίδα τὴ νιώθουν ξένη. «Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται». Ζοῦν μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν ζοῦν σαρκικά. Διαβιοῦν πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ πολιτεύονται στὸν οὐρανό. Οἱ Χριστιανοὶ «ἐν κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου» (βλ. Ἀπολογηταί, Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολή, ΕΠΕ 2, 538-540).

Τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τοῦ παλαιοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ζεῖ στὴ φθορὰ καὶ πορεύεται πρὸς τὸν θάνατο, περνοῦν μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς πίστεως, μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ ποὺ ἦλθε ὁ Χριστὸς νὰ φέρει στὴ γῆ, μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ βγαίνουν ὅλα διαφορετικά, ἄλλης ποιότητος καὶ ἄλλης ὑφῆς. Καὶ γίνονται τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸν νέο κόσμο, τὸν κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸν ἄλλον κόσμο στὸν ὁποῖο ἀνήκω, ζῶ καὶ κινοῦμαι καὶ ἀπολαμβάνω τὴν ἀπέραν­τη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωή Του.