Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἶσαι ὁδηγός. Θέλει πολλὴ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση. Θέλει καὶ ὑπομονὴ πολλή, μάλιστα ἂν ὁδηγεῖς στὴν Ἀθήνα μὲ τοὺς πολυσύχναστους δρόμους, τὴν κυκλοφοριακὴ συμφόρηση καὶ τὶς χρονοβόρες διαδρομές.
Τί νὰ κάνει ὅμως κι ὁ Πέτρος; Εἶχε ἀνάγκη νὰ δουλέψει γιὰ νὰ ζήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἄφησε τὶς σπουδὲς καὶ τὰ πτυχία στὴν ἄκρη κι ἔπιασε τὸ τιμόνι.
–Ταξί, ταξί…
Στὴ γωνία τοῦ δρόμου ἕνας γέροντας κληρικὸς τοῦ ἔκανε σῆμα.
Σταμάτησε. Ὁ γέροντας ἐπιβιβάστηκε. Τὸν χαιρέτησε σεβαστικὰ ὁ Πέτρος καὶ τὸν ρώτησε γιὰ τὸν προορισμό.
Ἡ διαδρομὴ δὲν ἦταν εὔκολη. Συνάντησαν πολὺ μεγάλη κίνηση. Τὰ μηχανάκια σὲ ζάλιζαν μὲ τοὺς ἑλιγμούς τους ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα. Κάποια στιγμὴ ἕνας νεαρὸς μὲ τὸ μηχανάκι του λίγο ἔλειψε νὰ πέσει πάνω τους.
Ὁ Πέτρος ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐκραγεῖ. Ἤθελε νὰ φωνάξει καὶ νὰ κατακεραυνώσει τὸν ἀπρόσεκτο ὁδηγό. Τὸν κοίταξε αὐστηρά, ἀλλὰ δὲν μίλησε.
Ἡ σκηνὴ δὲν ἔμεινε ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὸν σεβάσμιο ἱερέα:
–Μπράβο, παιδί μου. Σὲ θαυμάζω ποὺ μπορεῖς νὰ διατηρεῖς τὴν ψυχραιμία σου.
–Πάτερ, ἔχω πάρει μιὰ ἀπόφαση. Δὲν θὰ βρίζω ποτέ, ὅ,τι κι ἂν μοῦ συμβεῖ.
–Χαίρομαι πολὺ γιὰ τὴν ἀπόφασή σου νὰ μὴ μιλᾶς ἄπρεπα. Τὸ παρατήρησα καὶ στὴν ἐπικοινωνία ποὺ εἶχες προηγουμένως μὲ τοὺς συναδέλφους σου. Τὰ λόγια σου ἦταν μετρημένα καὶ προσεκτικά.
–Δὲν ἤμουν πάντα ἔτσι, πάτερ. Ἂν μὲ ἀκούγατε ὅπως μιλοῦσα παλαιότερα, τώρα θὰ εἴχατε βγεῖ ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο. Φώναζα, ἔβριζα, χειρονομοῦσα, καί – τὸ χειρότερο – βλασφημοῦσα τὰ θεῖα. Ναί, πάτερ, ἐκεῖ εἶχα καταντήσει. Νὰ μὴν καταλαβαίνω τί λέω. Καὶ δὲν θὰ καταλάβαινα ἀκόμη τίποτε, ἂν δὲν μὲ ξύπναγε ὁ Ἄγγελός μου!
–Ποιὸς Ἄγγελος;
–Ὁ Ἄγγελος εἶναι ὁ πρῶτος μου γιός, ποὺ μόλις τελείωσε τὴν πρώτη Δημοτικοῦ. Τρία παιδιὰ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ τώρα περιμένουμε τὸ τέταρτο… Πιστεύω στὸν Θεό, πάτερ. Μὴ μὲ παρεξηγεῖτε ποὺ σᾶς εἶπα ὅτι βλασφημοῦσα. Ὅταν ἤμουν μικρός, κάθε Κυριακὴ πήγαινα στὴν ἐκκλησία καὶ ντυνόμουν παπαδάκι. Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν κι ἡ δουλειὰ μὲ ἔκανε σκληρὸ κι ἀπότομο. Καὶ δυστυχῶς, τὰ βρωμόλογα καὶ τὶς βλασφημίες δὲν τὰ κράτησα μέσα στὸ ταξί, ἀλλά, χωρὶς νὰ τὸ θέλω, τὰ μετέφερα καὶ στὸ σπίτι. Εὐτυχῶς ὅμως, σᾶς εἶπα, μὲ ξύπνησε ὁ Ἄγγελός μου!
–Καὶ πῶς σὲ ξύπνησε ὁ Ἄγγελος;
–Κάποια μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ τὰ μικρότερα ἀδελφάκια του, ἕνα ἀπὸ τὰ μικρὰ τοῦ πῆρε ἕνα δικό του αὐτοκινητάκι καὶ τὸ ἔσπασε. Τότε ἄκουσα τὸν Ἄγγελο γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ξεστομίζει μία βλασφημία. Πάτερ μου, τρόμαξα πραγματικά. Ἔμεινα ἄναυδος. Πῶς μπορεῖ ἕνα μικρὸ ἀθῶο παιδὶ νὰ μιλᾶ ἔτσι; Κι αὐτὸς δὲν ἦταν ἕνα ξένο παιδί, ἦταν ὁ γιός μου!
–Ἄγγελε, ξέρεις τί εἶπες τώρα;… ψέλλισα τρέμοντας. Κατάλαβες τί εἶπες;…
–Δὲν κατάλαβα, μπαμπά, ἀλλὰ ἐσὺ τὸ λὲς αὐτό. Γιατί νὰ μὴν τὸ λέω κι ἐγώ;
Δὲν χρειαζόταν κάτι ἄλλο. Εἶχα πάρει τὸ μάθημά μου. Ἐξήγησα στὸ ἀγγελούδι μου ὅτι τὸ λάθος ἦταν δικό μου καὶ συμφωνήσαμε ποτὲ πιὰ νὰ μὴν ξαναποῦμε τέτοια ἄσχημα λόγια.
Μάλιστα ἔγινε αὐτὸ ἀφορμὴ νὰ πάω νὰ ζητήσω Πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῶ. Ἀπὸ τότε, πάτερ, πῆρα τὴν ἀπόφαση. Δῶστε μου κι ἐσεῖς τὴν εὐχή σας νὰ τὴν κρατήσω καὶ νὰ μὴν ξεφεύγω…
***
Δὲν εἶναι μόνο ὁ Ἄγγελος ποὺ μιμήθηκε τὸ ἀρνητικὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα του. Τὰ παιδιὰ γενικὰ ἔχουν τὴν τάση νὰ μιμοῦνται. Παρακολουθοῦν ὅ,τι κάνουν κι ὅ,τι λένε οἱ γονεῖς, καὶ σὲ δεδομένη στιγμὴ τὸ ἀντιγράφουν. Ὁμολογουμένως τὸ παράδειγμα τῶν γονέων ἀσκεῖ τεράστια ἐπίδραση στὰ παιδιά.
Καὶ βέβαια, δὲν ἀποτελεῖ λύση ἁπλῶς τὸ νὰ μὴ βρίζουν οἱ γονεῖς μπροστὰ στὰ παιδιά, ἐνῶ ὅταν τάχα δὲν τοὺς ἀκοῦν, νὰ μιλᾶνε χυδαῖα καὶ ἀσύδοτα. Δὲν μποροῦμε νὰ κρυφτοῦμε ἀπὸ τὰ παιδιά. Ἀκόμα κι ἂν εἶναι μικρὰ στὴν ἡλικία, ἀντιλαμβάνονται πολλά, περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα νομίζουμε. Ἄλλωστε, ἀκόμα κι ἂν προσέχεις νὰ μὴ φανερωθεῖς, ἂν κάτι σοῦ γίνει συνήθεια, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔλθει στὴν ἐπιφάνεια. Εἰδικὰ ἡ γλώσσα δὲν συγκρατεῖται εὔκολα…
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ πῶς τὰ παιδιὰ ἀποτυπώνουν λέξεις καὶ φράσεις τὶς ὁποῖες ἀποθηκεύουν στὴ μνήμη τους καὶ τὶς χρησιμοποιοῦν ἀπὸ μόνα τους σὲ ἀνύποπτο χρόνο, προκαλώντας σὲ ὅσους τὶς ἀκοῦν, ἀπορία καὶ θαυμασμό: Πῶς ἔμαθε τὸ παιδὶ νὰ ἐκφράζεται τόσο εὔστοχα; Ποῦ ἄκουσε αὐτὴ τὴ λέξη καὶ τὴ χρησιμοποίησε μὲ τόση ἀκρίβεια;… Ἡ γλώσσα δὲν μαθαίνεται ἀπὸ τὰ λεξικὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία.
Χρειάζεται λοιπὸν πολλὴ προσοχὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς πῶς θὰ μιλοῦν καὶ συζητοῦν, εἴτε μεταξύ τους εἴτε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποφεύγουν λέξεις κακόηχες καὶ ἔννοιες μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο. Νὰ μὴν προσβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἔτσι μαθαίνουν καὶ τὰ παιδιὰ νὰ μιλοῦν μὲ παρόμοιο τρόπο. Νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι πρότυπα καὶ ὡς πρὸς τὴ χρήση τῆς γλώσσας, ὥστε ἀκόμα κι ἂν τὸ παιδὶ μεταφέρει ἀπὸ τὸ Σχολεῖο ἄσχημα ἀκούσματα, οἱ γονεῖς νὰ ἔχουν τὴν παρρησία νὰ τὸ ἐλέγξουν μὲ ἀγάπη: «Γιατί, παιδί μου, τὸ εἶπες αὐτό; Ἔχεις ἀκούσει ἐδῶ στὸ σπίτι νὰ λέμε τέτοιες ἐκφράσεις;»…
Πόσο ὡραῖο εἶναι μέσα στὴν οἰκογένεια νὰ μεγαλώνουν τὰ παιδιὰ ἀκούγοντας λόγια ἁγνά, ἀληθινά, κρυστάλλινα, λόγια ποὺ ὠφελοῦν καὶ ἐνισχύουν τὶς ψυχές!
Ἂν μέσα στὴν οἰκογένεια καλλιεργεῖται αὐτὸ τὸ ἦθος στὴ χρήση τῆς γλώσσας, τότε τὰ παιδιὰ θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιστέκονται στὸ ρεῦμα τῆς χυδαιολογίας ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο καὶ ὁ λόγος τους θὰ ξεχωρίζει, καθὼς θὰ εἶναι «πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολασ. δ΄ 6).