Ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ὁ ἥλιος, ἂν μποροῦσε, θὰ ἤθελε νὰ μὴν ἀνατείλει. Γιὰ νὰ μὴν τὴ δεῖ, τὴν κόρη του, τὴν ἀγαπημένη, τὴ Μαρία του. Γιατὶ ἦταν θολὸς ὁ οὐρανὸς καὶ τ᾿ ἄστρα βουρκωμένα.
Μὰ κλαῖνε τ᾿ ἄστρα;
Κλαῖνε!… Κάποτε…
Κάποτε κι οἱ οὐρανοὶ πονοῦν καὶ τ᾿ ἄστρα κάποτε δακρύζουν.
Κάποτε; Ὄχι κάποτε… Τώρα! Νά:
«Καὶ ἐγένετο ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, καὶ ἰδοὺ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ διάβολος ἦλθε μετ᾿ αὐτῶν» (Ἰὼβ α΄ 6). Καὶ ὁ πειραστὴς γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ζήτησε τὴν ἄδεια τοῦ Κυρίου τῶν πάντων νὰ χτυπήσει. Ὄχι ἀόριστα. Ἐκεῖ νὰ χτυπήσει. Ἐκεῖ! Τὸ σπίτι τὸ ἀγαπημένο, μὲ τοὺς εὐλογημένους γονεῖς καὶ τὰ 10 παιδιά τους· καὶ τὸ μικρότερο, τὸ μωρὸ τῶν μόλις δυόμισι μηνῶν.
–Ἄφησέ με, θὰ εἶπε τὸ πονηρὸ πνεῦμα στὸν Παντεπόπτη. Δῶσ᾿ μου τὴν ἄδεια νὰ τοὺς χτυπήσω, καὶ τότε θὰ δεῖς πόσο ἀξίζει ἡ πίστη καὶ ἡ εὐλάβειά τους… Θὰ Σοῦ τὰ ψάλουν κατὰ πρόσωπον.
Καὶ Τοῦ ἔψαλαν… Πῶς Τοῦ ἔψαλαν! Μόλις τὸ φθονερὸ τέρας τόλμησε κατάστηθα νὰ χτυπήσει…
Ἦταν πρωί. Νύχτα ἀκόμη. Κι ἦταν τόσο ὡραία ἐκείνη ἡ νύχτα. Κι ἡ Μαρία, ἡ μάνα τῶν 10 παιδιῶν εὐτυχισμένη. Ἦταν μαία ἡ Μαρία. Κι εἶχε τὴ νύχτα ἐκείνη ξαγρυπνήσει γιὰ νὰ βοηθήσει στὴ γέννα μιᾶς συγγενοῦς της μὲ 8 παιδιά.
Κι ὅταν τὸ μωρὸ γεννήθηκε ὑγιές, χαριτωμένο… πόση ἦταν ἡ χαρά της!
Ἄλλο ἕνα παιδάκι, ἕνα ἀκόμη πλάσμα εἶχε γεννηθεῖ στὴ στείρα Ἑλλάδα. Τὴ στείρα καὶ φόνισσα Ἑλλάδα μὲ τὶς τόσες χιλιάδες κατ᾿ ἔτος δολοφονικὲς ἐκτρώσεις.
Καὶ ἡ Μαρία εἶχε συμβάλει ἀποφασιστικὰ στὴ νέα γέννα. Ὤ, ναί! Κουράστηκε,… αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ὅλη τὴ νύχτα ξαγρύπνησε δίπλα στὴν ἑτοιμόγεννη νέα μητέρα. Ὅμως πόση χαρὰ τώρα, πόση εὐτυχία! Πόση εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ συντελέσει στὸν ἐρχομὸ τῆς νέας ζωῆς!
Πλημμυρισμένη ἀπὸ τέτοια αἰσθήματα χαιρέτησε γλυκὰ τὸ μωράκι καὶ τὴ φίλη της καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἔπρεπε τώρα νὰ γυρίσει στὸ σπίτι, στὰ πουλάκια της, μάλιστα στὴ μικρούλα Εὔα της τῶν δυόμισι μόλις μηνῶν.
Ἔτσι χαρούμενη μπῆκε στὸ αὐτοκίνητό της. Ἐλάχιστη ἡ κίνηση στοὺς δρόμους τέτοια πολὺ πρωινὴ ὥρα, γι᾿ αὐτὸ κινήθηκε γρήγορα. Καὶ νά ποὺ στὴ στροφὴ θὰ ἄφηνε πιὰ τὸν κεντρικὸ δρόμο καὶ σὲ λίγο… ἡ σκέψη της ἔτρεχε κιόλας στὰ πουλάκια της…
Ὅμως ἐκεῖ ἀκριβῶς τὴν περίμενε ὁ πειραστής. Ἦταν ὁ πολὺς κόπος; Ἦταν ἡ ξαγρύπνια τῆς νύχτας; Ἦταν κάτι ἄλλο;… Τὰ βλέφαρά της ἔκλεισαν, ἔγειρε στὸ πλάι…
…Τραντάχτηκε βίαια τὸ μεγάλο φορτηγό…
Θόλωσε ὁ οὐρανός, βούρκωσαν τ᾿ ἄστρα, σώπασαν ξάφνου τοῦ δάσους τὰ πουλιά.
Λίγο ἀργότερα ἄρχισαν νὰ φεύγουν τὰ μηνύματα, νὰ χτυποῦν τὰ τηλέφωνα ἐπίμονα:
–Ἡ Μαρία…
–Ἡ Μαρία;
Τὸ χέρι ἔμενε μετέωρο, ἡ φωνὴ χανόταν μέσα σὲ λυγμούς.
–Δὲν εἶναι δυνατόν…
Κι ὅμως ἦταν…
Ἡ σύγκρουση ἔγινε τὴν Πέμπτη, ἡ κηδεία ὁρίστηκε τὸ Σάββατο στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου στὸ Μήλεσι τῆς Ἀττικῆς. Οἱ χιλιάδες συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ἔφθαναν συγκινημένοι. Ἡ περιοχὴ πνίγηκε στὰ αὐτοκίνητα. Ὁ μεγάλος Ναὸς πλημμύρισε. Ἡ συγκίνηση, ὁ πόνος στὸ κατακόρυφο.
Μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἔφθασε στὸν Ναὸ τὸ λείψανο. Ἄλλαξε ξάφνου ἡ ἀτμόσφαιρα. Δὲν ὑπῆρχε θάνατος. Δὲν ὑπῆρχε νεκρός. Στόμα μὲ στόμα ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ συζύγου καὶ τῶν παιδιῶν ὁ Ναὸς μύρισε – πλημμύρισε! – Ἀνάσταση. Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ γιορτάστηκε δεύτερη Πασχαλιά. Οἱ τυπικὲς εὐχὲς ἀποδιοργανώθηκαν:
– Συλλυπητήρια… Χριστὸς ἀνέστη!
– Νὰ τὴ θυμάστε… Χριστὸς ἀνέστη!
– Ζωὴ σὲ σᾶς… Χριστὸς ἀνέστη!
– Κουράγιο… Χριστὸς ἀνέστη!
– Καλὸ Παράδεισο… Χριστὸς ἀνέστη!
Ἀνέστη!
Ἀλλὰ ἡ Μαρία… Ποῦ ἦταν ἡ Μαρία;
–Ἐδῶ εἶμαι, ψιθύριζε στὸν καθένα. Ἐδῶ, κοντά σας! Κοντὰ στὸν ἄντρα μου, στὰ 10 παιδιά μου, στὴ μικρή μου Εὔα. Κοντὰ στὴ μάνα, τὸν πατέρα, τὴν πεθερά μου. Δὲν πέθανα, δὲν ὑπάρχει θάνατος, εἶμαι ζωντανὴ κοντά σας…
Ὁ ἀναστάσιμος ψίθυρός της ἑνώθηκε στὸ τέλος μὲ τὴ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ γιοῦ της ποὺ ἔψαλε τὸν Ἀπόστολο. Κι ὅταν ἐκείνου ἡ φωνὴ ράγισε στὴν τελευταία φράση «καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα», οἱ ἄγγελοι ἔμειναν ἄφωνοι, ἀποθαυμάζοντας τὴν κορυφαία ἐκείνη δοξολογία, ποὺ συνέτριβε τὸ τέρας τοῦ κακοῦ καὶ ὁμολογοῦσε:
«Ἑάλω ὁ θάνατος θανάτῳ»!
Ἀλληλούια!