Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τετ. ε΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. θ΄ 44-50)
44 θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους· ὁ γὰρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων. 45 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν περὶ τοῦ ρήματος τούτου. 46 Εἰσῆλθε δὲ διαλογισμὸς ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν. 47 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἰδὼν τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενος παιδίου ἔστησεν αὐτὸ παρ᾿ ἑαυτῷ 48 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. ὁ γὰρ μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων, οὗτός ἐστι μέγας. 49 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶπεν· ἐπιστάτα, εἴδομέν τινα ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ μεθ᾿ ἡμῶν. 50 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· μὴ κωλύετε· οὐ γάρ ἐστι καθ᾿ ὑμῶν· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
44 […] Βάλτε καλά στ’ αὐτιά σας κι ἐντυπῶστε στή μνήμη σας τά λόγια αὐτά πού θά σᾶς πῶ, γιά νά μήν τά ξεχάσετε ποτέ: Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νά παραδοθεῖ σύμφωνα μέ τή βουλή τοῦ Θεοῦ στά χέρια ἀνθρώπων πού θά τόν κακοποιήσουν καί θά τόν θανατώσουν. 45 Αὐτοί ὅμως δέν κατάλαβαν ποιά σημασία εἶχαν αὐτά τά λόγια του· τό νόημά τους παρέμενε κρυμμένο ἀπ’ αὐτούς, γιά νά μήν τό κατανοήσουν. Διότι δέν ἦταν ἀκόμη καιρός νά φωτίσει ὁ Θεός τό νοῦ τους γιά νά κατανοοῦν τίς Γραφές. Ἐάν τό κατανοοῦσαν παράκαιρα, ἦταν ἑπόμενο νά κυριεύονταν ἀπό διαρκή κατήφεια καί ἀποθάρρυνση. Καί ἀπό εὐλάβεια φοβοῦνταν νά τόν ρωτήσουν καί δέν εἶχαν τό θάρρος νά τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις γιά τά λόγια του αὐτά. 46 Ἀλλά ἐπειδή ὁ Κύριος προειδοποιοῦσε τούς μαθητές του ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ ἔνδοξου τέλους του, αὐτοί ἀπό παρανόηση νόμιζαν ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους θά γινόταν ἐγκόσμιος βασιλιάς. Εἶχαν ἀντιληφθεῖ ἐξάλλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τούς τρεῖς μαθητές ν’ ἀνεβοῦν μαζί του στό ὄρος, καί ὅτι τούς εἶχε ἐμπιστευθεῖ κάποιο μυστικό. Μ’ αὐτή λοιπόν τήν ἀφορμή μπῆκε μέσα τους ἕνας κακός λογισμός, ποιός δηλαδή ἀπ’ αὐτούς θά ἦταν ἀνώτερος καί πιό διακεκριμένος στή βασιλεία, γιά τήν ὁποία τούς μιλοῦσε ὁ Διδάσκαλος. 47 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀντιλήφθηκε μέ τήν ὑπερφυσική του γνώση τό λογισμό πού κυριαρχοῦσε στή σκέψη τους, κι ἀφοῦ πῆρε ἀπ’ τό χέρι κάποιο παιδί, τό ἔβαλε νά σταθεῖ κοντά του 48 καί τούς εἶπε: Ὅποιος δεχθεῖ κάθε μαθητή μου πού μοιάζει μέ τό ἁπλό, ταπεινό καί ἀφιλόδοξο αὐτό παιδί, θέλοντας νά τιμήσει ἐμένα, δέχεται ἐμένα τόν ἴδιο. Καί ὅποιος δεχθεῖ ἐμένα, δέχεται τόν ἐπουράνιο Πατέρα μου, πού μέ ἔστειλε στόν κόσμο. Γιά νά δεχθεῖ ὅμως μέ σεβασμό κάθε μικρό καί ἄσημο μαθητή μου, θά ταπεινωθεῖ καί θά γίνει μικρότερος στό φρόνημα καί ἀπ’ τόν ἄσημο αὐτόν μαθητή πού ὑποδέχεται. Ἀλλά καί γι’ αὐτό θά ἀξιωθεῖ νά ἀπολαύσει τή δόξα πού ἀνήκει σ’ ὅσους ὑποδέχονται τόν Πατέρα μου πού μ’ ἔστειλε στόν κόσμο. Διότι ἐκεῖνος πού γίνεται ὁ πιό ταπεινός καί ὁ πιό μικρός ἀπ’ ὅλους σας, αὐτός θά εἶναι μεγάλος στή βασιλεία μου.49 Τότε πῆρε τό λόγο ὁ Ἰωάννης καί εἶπε: Διδάσκαλε, τόσο πολύ ἐκτιμᾶς ἐκεῖνον πού θά δεχθεῖ τό παιδί στό ὄνομά σου. Ἐμεῖς ὅμως εἴδαμε κάποιον πού μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός σου ἔβγαζε δαιμόνια, κι ἀντί νά τόν ἐκτιμήσουμε πού ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομά σου, τόν ἐμποδίσαμε, ἐπειδή δέν σέ ἀκολουθεῖ μαζί μέ μᾶς καί δέν πῆρε τήν ἐξουσία αὐτή ἀπό σένα, ὅπως τήν πήραμε ἐμεῖς. 50 Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Μήν τόν ἐμποδίζετε. Διότι δέν εἶναι ἐναντίον σας. Καί ὅποιος δέν εἶναι ἐναντίον σας καί δέν εἶναι προκατειλημμένος ἀπέναντι στή διδασκαλία σας οὔτε τήν πολεμᾶ, εἶναι μέ τό μέρος σας, καί εἶναι ἑπόμενο αὐτός νά γίνει κάποτε κι ὁλοκληρωτικά δικός σας.