Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ε΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ι΄ 1-15)
Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι. 2 ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. 3 ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. 4 μὴ βαστάζετε βαλλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε. 5 εἰς ἣν δ᾿ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. 6 καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπανακάμψει. 7 ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾿ αὐτῶν· ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι· μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν. 8 καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν, 9 καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 10 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε· 11 καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 12 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. 13 οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν. 14 πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν. 15 καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Μετά ἀπό αὐτά ὁ Κύριος διάλεξε καί ἀνακήρυξε δημόσια κι ἄλλους ἑβδομήντα μαθητές, καί τούς ἔστειλε δύο – δύο μαζί πρίν ἀπ’ αὐτόν σέ κάθε πόλη καί τόπο πού θά πήγαινε κι αὐτός. 2 Καί τούς ἔλεγε: Τά ὥριμα στάχυα γιά θερισμό εἶναι πολλά, ἀλλά οἱ ἐργάτες πού θά τά θερίσουν εἶναι λίγοι. Πολλοί δηλαδή εἶναι οἱ καλοδιάθετοι νά δεχθοῦν τό Εὐαγγέλιο καί νά σωθοῦν, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοί ἐργάτες πού θά ὑπηρετήσουν στό πνευματικό αὐτό ἔργο. Παρακαλέστε λοιπόν τόν Θεό, πού εἶναι ὁ κύριος καί ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἕτοιμης γιά θερισμό σπορᾶς, νά βγάλει καί νά στείλει ἐργάτες στό θερισμό του. 3 Πηγαίνετε κι ἐσεῖς τώρα γιά τήν ἐπιτέλεση τοῦ θείου αὐτοῦ ἔργου καί ἐπιτελέστε το μέ θάρρος καί καρτερία. Ἰδού ἐγώ σᾶς ἀποστέλλω σάν ἀρνιά ἥμερα ἀνάμεσα σέ αἱμοβόρους λύκους. Διότι μ’ αὐτούς μοιάζουν οἱ ἐχθροί τοῦ Εὐαγγελίου, πού εἶναι κυριευμένοι ἀπό τά ἄγρια πάθη τῆς κακίας. 4 Μήν παίρνετε μαζί σας πουγγί γιά χρήματα, οὔτε ταξιδιωτικό σάκο γιά τροφές, οὔτε ὑποδήματα, ἀλλά νά ἀρκεῖστε σ’ αὐτά πού φορᾶτε. Καί μή χάνετε τήν ὥρα σας στό δρόμο σταματώντας γιά νά χαιρετήσετε κάποιον πού συναντήσατε. 5 Καί σ’ ὅποιο σπίτι μπαίνετε, πρῶτα νά λέτε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σ’ ὅλους ὅσους κατοικοῦν στό σπίτι αὐτό. 6 Κι ἄν βέβαια στό σπίτι αὐτό ὑπάρχει κάποιος εἰρηνικός ἄνθρωπος, πού νά εἶναι ἄξιος τῆς εὐλογίας σας αὐτῆς, ἡ εὐχή σας θά πιάσει καί ἡ εἰρήνη πού τοῦ εὐχηθήκατε θά μείνει μέσα του καί θά ἐπαναπαυθεῖ σ’ αὐτόν. Διαφορετικά ἡ εἰρήνη σας θά ἐπιστρέψει πάλι σέ σᾶς καί θά ἀπολαύσετε ἐσεῖς τήν εἰρήνη πού εὐχηθήκατε. 7 Στό σπίτι πού μπήκατε, ἐκεῖ νά μένετε. Ἐκεῖ νά τρῶτε καί νά πίνετε ὅ,τι σᾶς προσφέρουν οἱ οἰκοδεσπότες. Αὐτοί ἄς ἀναλαμβάνουν τά ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς σας. Διότι εἶστε ἐργάτες πού ἐργάζεσθε γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων, καί εἶναι δίκαιο νά παίρνει ὁ ἐργάτης τό μισθό τῆς ἐργασίας του. Εἶναι δίκαιο λοιπόν νά συντηρεῖσθε κι ἐσεῖς ἀπ’ αὐτούς. Διότι γιά τή δική τους πνευματική ὠφέλεια κοπιάζετε. Καί μήν πηγαίνετε ἀπ’ τό ἕνα σπίτι στό ἄλλο, ἀλλάζοντας διαμονή. 8 Σ’ ὅποια πόλη μπαίνετε καί σᾶς δέχονται οἱ κάτοικοί της, νά τρῶτε ὅ,τι σᾶς προσφέρουν, χωρίς νά ζητᾶτε περισσότερο ἤ διαφορετικό φαγητό. 9 Καί νά θεραπεύετε τούς ἀρρώστους πού ὑπάρχουν στήν πόλη αὐτή. Καί νά τούς λέτε: Πλησίασε κι ἔφθασε σέ σᾶς ἡ πνευματική βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή μέ τήν Ἐκκλησία πού θά ἱδρύσει ὁ Μεσσίας θά καλεῖ καί θά ἑλκύει τούς ἀνθρώπους σέ οὐράνια ζωή. Ἑτοιμασθεῖτε νά τή δεχθεῖτε. 10 Καί σ’ ὅποια πόλη μπαίνετε καί δέν σᾶς δέχονται οἱ κάτοικοι, βγεῖτε στίς πλατεῖες της καί πέστε δημοσίως, γιά νά σᾶς ἀκούσουν ὅλοι: 11 Καί τή σκόνη πού κόλλησε στά πόδια μας ἀπ’ τό χῶμα τῆς πόλεώς σας τή σκουπίζουμε καί τήν ἀφήνουμε γιά σᾶς. Δέν θέλουμε τίποτε δικό σας νά μείνει πάνω μας καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε καμία σχέση μαζί σας. Ἕνα ὅμως νά ξέρετε, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλησίασε καί εἶναι κοντά σας. Κι ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού δέν τήν δέχονται. 12 Σᾶς βεβαιώνω ὅτι τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Κρίσεως ὁ Θεός θά κρίνει μέ μεγαλύτερη ἐπιείκεια καί θά ἐπιβάλει πιό ὑποφερτή τιμωρία στά Σόδομα παρά στήν πόλη ἐκείνη πού δέν δέχθηκε τούς ἀπεσταλμένους μου. 13 Ἀλίμονό σου, Χοραζίν· ἀλίμονό σου, Βηθσαϊδά. Διότι ἐάν στίς εἰδωλολατρικές πόλεις τῆς Τύρου καί Σιδῶνος, πού ἦταν φημισμένες γιά τήν κακία τους, εἶχαν γίνει τά θαύματα πού ἔγιναν σέ σᾶς, ἀπό καιρό οἱ κάτοικοί τους θά ἄφηναν κάθε ἄλλο ἔργο τους καί θά εἶχαν μετανοήσει καθισμένοι στή γῆ μέ συντριβή κι ἔχοντας τά σύμβολα καί ἐμβλήματα τοῦ πένθους, φορώντας δηλαδή σάκο καί βάζοντας στάχτη πάνω στά κεφάλια τους. 14 Ἀλλά στούς κατοίκους τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος θά ἐπιβληθεῖ ἐπιεικέστερη τιμωρία τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως παρά σέ σᾶς. 15 Κι ἐσύ, Καπερναούμ, πού ἔγινες κατοικία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καί γι’ αὐτό ὑψώθηκες δοξασμένη μέχρι τόν οὐρανό, θά κατεβεῖς ντροπιασμένη μέχρι τόν Ἅδη. Τά ἴδια λοιπόν θά πάθουν κι ἐκεῖνοι πού δέν θά δεχθοῦν καί τό δικό σας κήρυγμα.