Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. θ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ις΄ 1-9)
Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ. 2 καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου· οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν. 3 εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾿ ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι· 4 ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας, δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν. 5 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ κυρίῳ μου; 6 ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα. 8 καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσι. 9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε, δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως κυριαρχοῦνταν καί ἀπό ἄλλη κακία. Ἦταν φιλάργυροι καί κατακρατοῦσαν τόν πλοῦτο ἐγωιστικά μόνο γιά τόν ἑαυτό τους. Εἶπε λοιπόν ὁ Κύριος στούς μαθητές του καί τήν ἀκόλουθη παραβολή, γιά νά τούς διδάξει πῶς πρέπει ὁ καθένας νά χρησιμοποιεῖ τόν πλοῦτο: Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε κάποιον ἐπιστάτη καί διαχειριστή τῆς περιουσίας του. Τόν ἐπιστάτη αὐτόν λοιπόν κάποιοι τόν κατηγόρησαν στόν κύριό του ὅτι διασκορπίζει καί σπαταλᾶ τήν περιουσία του. 2 Τότε τόν φώναξε ὁ κύριός του καί τοῦ εἶπε: Τί εἶναι αὐτό πού ἀκούω γιά σένα; Δῶσε μου λογαριασμό τῆς διαχειρίσεώς σου καί παράδωσε τή διαχείριση, διότι δέν θά μπορέσεις πλέον νά εἶσαι διαχειριστής καί ἐπιστάτης μου. 3 Τότε ὁ οἰκονόμος σκέφτηκε καί εἶπε μέσα του: Τί νά κάνω τώρα, πού μοῦ ἀφαιρεῖ τή διαχείριση ὁ κύριός μου; Νά σκάβω στά χωράφια δέν μπορῶ· νά ζητιανεύω ντρέπομαι. 4 Βρῆκα καί ἀποφάσισα τί νά κάνω, γιά νά μέ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι στά σπίτια τους καί νά μέ φιλοξενήσουν, ὅταν θά μέ διώξει ὁ κύριός μου ἀπό τή διαχείριση. 5 Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τούς χρεωφειλέτες τοῦ κυρίου του ἰδιαιτέρως, ἕναν-ἕναν ξεχωριστά, εἶπε στόν πρῶτο: Πόσα χρωστᾶς ἐσύ στόν κύριό μου; 6 Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Ἑκατό μικρά βαρέλια λάδι, δηλαδή τρεῖς χιλιάδες τετρακόσια πενήντα κιλά περίπου. Καί ὁ διαχειριστής τοῦ εἶπε: Πάρε τό γραμμάτιό σου, κάθισε καί γράψε γρήγορα πενήντα μικρά βαρέλια. 7 Ἔπειτα εἶπε σ’ ἄλλον χρεωφειλέτη: Ἐσύ πόσα χρωστᾶς; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Ἑκατό σακιά σιτάρι τῶν σαράντα ἕξι περίπου κιλῶν, δηλαδή τέσσερις χιλιάδες ἑξακόσια κιλά. Τοῦ λέει τότε ὁ διαχειριστής: Πάρε τό γραμμάτιό σου καί ἀντί γιά ἑκατό γράψε ὀγδόντα. Ἔτσι ὁ διαχειριστής ἀδίκησε βέβαια τόν κύριό του, ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του φέρθηκε φρόνιμα καί συνετά. 8 Καί ὁ κύριος ἐπαίνεσε τόν διαχειριστή, ὄχι βέβαια γιά τήν ἀδικία πού τοῦ ἔκανε, καί γιά τήν ὁποία τόν ἀποκαλεῖ οἰκονόμο τῆς ἀδικίας, ἀλλά διότι ἐνήργησε συνετά καί προνοητικά γιά τόν ἑαυτό του. Ἄς μή φανεῖ μάλιστα σέ κανέναν παράδοξο ὅτι ὁ οἰκονόμος αὐτός ἐνήργησε τόσο συνετά· διότι οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι προσκολλημένοι στόν μάταιο αὐτόν κόσμο, προκειμένου νά ἐξασφαλίσουν τά ἐπίγεια συμφέροντά τους ἀποδεικνύονται πιό προνοητικοί στή συμπεριφορά τους καί στίς σχέσεις τους μέ τούς ἀνθρώπους τῆς κοινωνίας καί τῆς ἐποχῆς τους ἀπ’ ὅσο εἶναι συνετοί καί προνοητικοί γιά τήν ἐπιδίωξη καί ἐξασφάλιση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού φωτίστηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἔγιναν τέκνα φωτός. 9 Κι ἐγώ σᾶς λέω τό ἑξῆς: Ὅπως ὁ ἄδικος αὐτός διαχειριστής φρόντισε ἐγκαίρως νά ἐξασφαλίσει τή φιλία τῶν ὀφειλετῶν τοῦ κυρίου του, ἔτσι κι ἐσεῖς φροντίστε νά κάνετε γιά τό καλό σας φίλους ἀπ’ τόν πλοῦτο πού εἶναι ἄδικος· διότι οἱ μεγάλες περιουσίες μέ ἀδικία συνήθως συγκεντρώνονται· ἀλλά καί ὅποιος κατακρατᾶ τά πλούτη μόνο γιά τόν ἑαυτό του διαπράττει μεγάλη ἀδικία. Κάντε λοιπόν κι ἐσεῖς φίλους ἀπ’ τόν ἄδικο πλοῦτο εὐεργετώντας μέ φιλανθρωπίες τούς συνανθρώπους σας, ὥστε, ὅταν πεθάνετε, νά σᾶς ὑποδεχθοῦν οἱ φίλοι σας αὐτοί στίς αἰώνιες σκηνές τοῦ παραδείσου.