Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. ια΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιθ΄ 45-48)
45 Καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζοντας 46 λέγων αὐτοῖς· γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 47 Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ, 48 καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
45 Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ κι ἄρχισε νά βγάζει ἔξω ἐκείνους πού πουλοῦσαν καί ἀγόραζαν, 46 λέγοντάς τους: Ἔχει γραφεῖ ἀπό τούς προφῆτες αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός, ὅτι ὁ οἶκος μου εἶναι οἶκος προσευχῆς· ἐσεῖς ὅμως τόν κάνατε σπήλαιο πού μαζεύονται ληστές. Διότι ἐμπορεύεσθε καί χρησιμοποιεῖτε πλῆθος ψέματα καί ἀπάτες γιά νά κλέψετε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. 47 Καί ἐξακολουθοῦσε νά διδάσκει καθημερινά μέσα στό ἱερό. Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως καί οἱ γραμματεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ ζητοῦσαν νά τόν ἐξοντώσουν, 48 ἀλλά δέν ἔβρισκαν τί νά κάνουν καί πῶς νά ἐκτελέσουν τό ἐγκληματικό τους σχέδιο. Διότι ὅλος ὁ λαός, καθώς ἄκουγε τή διδασκαλία του, κρεμόταν ἀπό τό στόμα του. Τόν ἄκουγε μέ πόθο πολύ καί τόν σεβόταν