Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Δεκεμβρίου 2018, ιδ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ῾Ιεριχώ, τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

1. ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ

Ἕνας ἀξιολύπητος τυφλὸς περίμενε ὧρες πολλὲς καὶ σκοτεινὲς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε βήματα ἀνθρώπων κοντά του, ἄνοιγε τὸ στόμα του καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, λίγα χρήματα ἢ τρόφιμα, γιὰ νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ πεθάνῃ. Μιὰ μέρα ὅμως, καθὼς ἄκουσε θόρυβο μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ἀπορία μεγάλη ρωτᾷ τοὺς γύρω του τί συμβαίνει. Καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος μὲ τὴ συνοδεία του, ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά: Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Κι ἐνῶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ, νομίζοντας ὅτι μὲ τὶς φωνές του ἐνωχλοῦσε τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς πολὺ περισσότερο ἐκραύγαζε: Υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.

Γιατί ὅμως ὁ τυφλὸς φώναζε τόσο πολύ; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν μακριὰ ὁ Κύριος καὶ ἤθελε νὰ ἀκουστῇ ἡ φωνή του; Ἴσως καὶ γι’ αὐτό. Ὅλες ὅμως αὐτὲς οἱ ἀσταμάτητες κραυγές του ἀπεκάλυπταν ὅτι ὁ τυφλὸς ἐκείνη τὴν ὥρα κάτι διαφορετικὸ αἰσθανόταν, ὁ τυφλὸς ἔβλεπε. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ δῇ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί μποροῦσε νὰ περιμένῃ ἀπὸ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκραύγαζε γιὰ νὰ λάβῃ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβῃ ἔλεος. Ἴσως βέβαια νὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὶς ἀμέτρητες θεραπεῖες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου, ποὺ εἶχε συντελεσθῆ λίγο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ.

Ἐπιπλέον ὅμως, ἂν καὶ ἦταν τυφλός, εἶχε θρησκευτικὲς γνώσεις. Ἤξερε ἀπὸ τὶς προφητεῖες ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ἐπιμόνως τὸν Κύριο υἱὸ τοῦ Δαβίδ, διότι ἀναγνωρίζει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ περίμεναν γενεὲς γενεῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ κραυγὴ ποὺ ἔβγαζε διαρκῶς, «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει πὼς ὁ τυφλὸς πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶχε θεϊκὰ γνωρίσματα. Γι’ αὐτό, ἐνῶ τὰ πλήθη τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάση γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλῇ τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς ὅλο καὶ περισσότερο ἐκραύγαζε μὲ φωνὴ πολὺ δυνατὴ καὶ πίστι ἀταλάντευτη.

Μιὰ τέτοια πίστι μᾶς διδάσκει ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νὰ βλέπουμε τὰ ἀόρατα, τὰ πνευματικά, τὰ θεῖα καὶ ἀπρόσιτα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη κι ὅταν ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνωνται σκοτεινὰ καὶ ἀπέλπιδα, ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν θεία παντοδυναμία τοῦ Κυρίου μας. Καὶ νὰ κραυγάζουμε μὲ πίστι μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

2. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;

Ὁ Ἰησοῦς μετὰ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες κραυγὲς πίστεως τοῦ τυφλοῦ, διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, τὸν ρώτησε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ λαχτάρα: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω τὸ φῶς μου. 

Ἐδῶ ὅμως προκύπτει ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὁ Κύριος ἐρώτησε τὸν τυφλὸ τί θέλει; Ἀγνοοῦσε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ; Ποιὸς τυφλὸς δὲν θέλει τὸ φῶς του, τὴν σωτηρία του;

Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ πάντα. Ἔκαμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἐρώτησι ὄχι διότι δὲν ἐγνώριζε ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ διότι δὲν τὸ καταλάβαιναν τὰ πλήθη. Ἦταν λογικὸ νὰ νομίζουν ὅλοι οἱ παρόντες ὅτι ὁ τυφλὸς ζητοῦσε χρήματα, ἐνῶ ἐκεῖνος ζητοῦσε τὸ φῶς του. Ἤθελε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ κάμῃ γνωστὸ σ’ ὅλα τὰ παρευρισκόμενα πλήθη ὅτι ὁ ζητιάνος τῆς πόλεως αὐτῆς δὲν ζητοῦσε χρήματα ἢ τροφή, ἀλλὰ ζητοῦσε κάτι τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἀκατόρθωτο σὲ ἀνθρώπινες δυνάμεις· ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ἦταν ἕνας ζητιάνος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πίστι μεγάλη καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν παντοδυναμία του τὸ θαῦμα, τὸ φῶς του.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου: Ὁ Κύριος γνώριζε τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ, ἤθελε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσῃ κι ἀπὸ τὸν ἴδιο. Γιὰ νὰ διδάξῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ἂν καὶ γνωρίζῃ ὁ Θεὸς ὅλες τὶς ἀνάγκες μας, θέλει νὰ τὶς ἀκούῃ καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας στόμα κατὰ τὶς ὧρες τῶν προσευχῶν μας. Διότι ἐκθέτοντας τὶς ἀνάγκες μας στὸν Κύριο, ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του, μαθαίνουμε στὴν ὑπο-μονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή, ζυμωνόμαστε μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια, διότι ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λάβουμε τὸ θεῖο ἔλεος.

Ἂς ἐκφράζουμε λοιπὸν στὸν Κύριο ὅλους τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς μας, τὰ βάσανα καὶ τὶς πίκρες μας, τὰ προβλήματα καὶ τὰ ὄνειρά μας, κι Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντᾷ στὰ αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Ὅπως ἔδωσε τότε τὸ φῶς στὸν τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς, θὰ χορηγῇ καὶ σὲ μᾶς κατὰ τὸ πλούσιο ἔλεός του ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη καὶ θὰ μᾶς ὠφελήσῃ. Ἀρκεῖ νὰ μάθουμε νὰ ζητοῦμε, νὰ κραυγάζουμε, νὰ ἐπιμένουμε καὶ νὰ περιμένουμε μὲ πίστι στὴν δύναμί του καὶ στὴν ἀγαθωσύνη του.