Στὴ μέγιστη συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀναφέρθηκε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Προκόπιος Παυλόπουλος κατὰ τὴν ἀντιφώνησή του στὸ γεῦμα ποὺ παρέθεσε πρὸς τιμήν του ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν κ. Χρυσόστομος κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ πολιούχου ἁγίου Ἀνδρέου.
Ὅπως σημείωσε, «ὁ Βίος καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συνιστοῦν πηγὴ διδαγμάτων γιὰ ὅλους μας, γιὰ τὸν Κλῆρο, γιὰ τὸν Λαό μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία…
Ὑπὸ τὰ δεδομένα αὐτὰ ἐπιτρέψατέ μου, γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, νὰ ἐπισημάνω ὁρισμένες αὐτονόητες ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὡς πρὸς τὴν ἀνεκτίμητη προσφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν πορεία τοῦ Λαοῦ μας καὶ τοῦ Ἔθνους μας, καὶ ὄχι μόνο. Προσφορά, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται γενικῶς ἀπὸ κάθε καλόπιστο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν καὶ κατὰ πόσο θρησκεύεται. Διότι τὴν ὡς ἄνω προσφορὰ τεκμηριώνουν ἀμαχήτως τὰ ἴδια τὰ γεγονότα, ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας. Ὅλη αὐτὴ ἡ πραγματικότητα ἀποτυπώνεται μὲ ἐνάργεια σὲ ὅλα τὰ Συντάγματά μας, αὐτονοήτως καὶ στὸ ἰσχύον Σύνταγμα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἰσχύει καὶ σήμερα, δὲν δικαιολογεῖται ἡ ἀναθεώρησή του. Καὶ γιὰ νὰ γίνω σαφέστερος:
Α. Πρὶν ἀπ’ ὅλα, οὐδεὶς μπορεῖ ν’ ἀμφισβητήσει τὴν ἐμβληματικὴ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας στοὺς ἀγῶνες τοῦ Λαοῦ μας καὶ τοῦ Ἔθνους μας, πρὶν τὴν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821, καθ’ ὅλη τὴ διάρκειά της, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν πορεία διαμόρφωσης τοῦ Νεότερου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μὲ ἁπλὲς λέξεις, ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε παρούσα στοὺς Ἐθνικούς μας Ἀγῶνες.
Β. Γιὰ νὰ ἔλθω στὸ τώρα, ἡ ἀδήριτη πραγματικότητα ἐπιβάλλει σὲ κάθε Ἕλληνα, καὶ πάλι ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, τὸ χρέος ν’ ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διαδραματίζει ἕναν ἐξέχοντα κοινωνικὸ ρόλο. Καὶ τοῦτο, διότι μέσα στὴν «καρδιά», κυριολεκτικῶς, τῆς βαθιᾶς κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς κρίσης, ποὺ ἔχει πλήξει καιρίως τὴν Κοινωνία μας, ἔχει ἀναλάβει πλειάδα οὐσιαστικῶν – καὶ μακρὰν τῆς περιττῆς δημοσιότητας – πρωτοβουλιῶν, γιὰ τὴ στήριξη τοῦ χειμαζόμενου Κοινωνικοῦ Συνόλου, ἰδίως δὲ τῶν οἰκονομικῶς ἀσθενέστερων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας κάλυψε πολλὰ καὶ σημαντικὰ κενὰ ὡς πρὸς τὴν ἐπαρκὴ λειτουργία τοῦ Κοινωνικοῦ Κράτους, στὰ ὁποῖα ἡ Πολιτεία, μόνη, δὲν θὰ ἦταν σὲ θέση ν’ ἀντεπεξέλθει…
Γ. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία μας ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο τὴν ἀποστολὴ ποὺ τῆς ἀναλογεῖ… ἐντὸς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης… Κάθε συνειδητοποιημένος Εὐρωπαῖος πρέπει καὶ ὀφείλει νὰ γνωρίζει καὶ ν’ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ τρίτος βασικὸς πυλώνας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ μετὰ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν Ἀρχαία Ρώμη τῶν Θεσμῶν εἶναι ἡ Χριστιανικὴ Διδασκαλία. Ἡ Διδασκαλία ποὺ ἐκπορεύεται κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἡ Διδασκαλία τῆς Καταλλαγῆς, τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἀλληλεγγύης. Αὐτὴ ἡ Διδασκαλία, ἡ Χριστιανική, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία, μὲ βάση τὴν ἱστορία της καὶ τὶς θυσίες της, μπορεῖ νὰ διδάξει καλύτερα καὶ τὴν Εὐρώπη ὡς πρὸς τὸ χρέος της ἀπέναντι στὸν Ἄνθρωπο. Ἀφοῦ κέντρο βάρους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης δὲν εἶναι ἡ οἰκονομία ἀλλὰ ὁ Ἄνθρωπος. Πάνω δὲ σ’ αὐτὴ τὴ βάση θὰ κριθεῖ τελικῶς ἂν ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση θὰ ἐπιβιώσει καὶ θὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ὁλοκλήρωσή της».
Λόγοι βαρυσήμαντοι, βγαλμένοι ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ πρώτου πολίτη τῆς χώρας μας, ποὺ ὡς Καθηγητὴς τῆς Νομικῆς καὶ Συνταγματολόγος κατέχει πλήρως τὰ θέματα. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσεχθοῦν ἀπὸ καθένα ποὺ ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὴν Ἑλλάδα μας.