Εὐαγγέλιον: τῆς γ΄ ὥρας τῶν Χριστουγέννων (Λκ. β΄ 1-20)
Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. 2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου. 3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 4 ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ, 5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ. 6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, 7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. 8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. 9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν. 10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, 11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. 12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐ- σπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ. 13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· 14 δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. 15 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. 16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. 17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου· 18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς. 19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. 20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες μετά τή γέννηση τοῦ Ἰωάννη ἐκδόθηκε ἀπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο διάταγμα νά ἐγγραφοῦν στούς δημόσιους φορολογικούς καταλόγους ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κόσμου πού βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων. 2 Ἡ ἀπογραφή αὐτή ἦταν ἡ πρώτη πού ἔγινε στήν Ἰουδαία, τήν ἐποχή πού ἡγεμόνας τῆς Συρίας ἦταν ὁ Κυρήνιος. Καί διακρίνεται ἔτσι ἀπό τή δεύτερη ἀπογραφή, τήν ὁποία ἔκανε ἀργότερα πάλι ὁ ἴδιος. 3 Κι ὅλοι πήγαιναν νά ἐγγραφοῦν στούς φορολογικούς καταλόγους, καθένας στήν πόλη ἀπό τήν ὁποία καταγόταν ἡ οἰκογένειά του. 4 Ἀνέβηκε λοιπόν καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν πόλη τῆς Ναζαρέτ ὅπου ἔμενε, στήν Ἰουδαία, στήν πόλη τοῦ Δαβίδ πού ὀνομάζεται Βηθλεέμ, ἐπειδή καταγόταν ἀπό τό γένος καί τήν οἰκογένεια τοῦ Δαβίδ. 5 Καί πῆγε ἐκεῖ γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή Μαρία, τή γυναίκα πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μ’ αὐτόν, ἡ ὁποία ἦταν ἔγκυος. Καί δηλώθηκε ὡς ἔγκυος, ἔτσι ὥστε καί ὁ Κύριος, τόν ὁποῖο βάσταζε στούς κόλπους της, νά καταγραφεῖ ὡς φορολογούμενος ἀπό τό ρωμαϊκό νόμο. 6 Καί τόν καιρό πού ἦταν αὐτοί ἐκεῖ, συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς Παρθένου γιά νά γεννήσει. 7 Καί γέννησε τόν πρῶτο καί μονογενή υἱό της, καί τόν περιτύλιξε μέ σπάργανα καί τόν ἔβαλε μέσα στή φάτνη, διότι δέν ὑπῆρχε γι’ αὐτούς τόπος στό πανδοχεῖο πού στάθμευσαν γιά νά περάσουν τή νύχτα, λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων πού ἦλθαν νά ἀπογραφοῦν. 8 Στήν περιοχή ἐκείνη ὑπῆρχαν μερικοί ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔξω στήν ὕπαιθρο καί φύλαγαν τό κοπάδι τους παραμένοντας μέ τή σειρά τους ἄγρυπνοι ὁρισμένες ὧρες τή νύχτα. 9 Καί νά, ἕνας ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε αἰφνιδιαστικά σ’ αὐτούς, καί τούς περικύκλωσε ἕνα φῶς λαμπρό, θεῖο καί ὑπερφυσικό πού ἄστραφτε καί λα-μποκοποῦσε· καί αὐτοί φοβήθηκαν πάρα πολύ, διότι κατάλαβαν ἀμέσως ὅτι ἐκεῖνος πού τούς παρουσιάστηκε δέν ἦταν ἴδιος μ’ αὐτούς ἄνθρωπος, ἀλλά μιά οὐράνια καί ὑπερφυσική ὕπαρξη. 10 Ὅμως ὁ ἄγγελος τούς εἶπε: Μή φοβάστε· χαρεῖτε. Διότι, νά, σᾶς ἀναγγέλλω μιά χαρμόσυνη εἴδηση πού θά φέρει μεγάλη χαρά καί σέ σᾶς καί σ’ ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ. 11 Καί θά εἶναι χαρά ὅλου τοῦ λαοῦ, διότι γεννήθηκε σήμερα γιά σᾶς Σωτήρας, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ὅμοιος μέ σᾶς, ἀλλά εἶναι καί χρισμένος μέ τό πλήρωμα τῆς θεότητος· ὡς Θεός ὅμως εἶναι καί Κύριός σας. Καί γεννήθηκε στήν πόλη τοῦ Δαβίδ, πρός τόν ὁποῖο δόθηκαν οἱ ὑποσχέσεις ὅτι ἀπό τό γένος του θά προέλθει ὁ Χριστός. 12 Κι αὐτό ἄς εἶναι σέ σᾶς τό σημάδι μέ τό ὁποῖο θά ἀναγνωρίσετε τόν Σωτήρα πού γεννήθηκε. Θά βρεῖτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο σέ ἁπλά σπάργανα καί τοποθετημένο μέσα σέ μία φάτνη καί ὄχι σέ κάποια βασιλική ἤ πολυτελή κούνια. Καί τέτοιο βρέφος πού νά γεννήθηκε ἀπόψε καί νά ἔχει ἀντί γιά κούνια τή φάτνη αὐτή, ἕνα καί μόνο ὑπάρχει στή Βηθλεέμ καί τά περίχωρά της. 13 Καί ξαφνικά ἐμφανίστηκε μαζί μ’ ἐκεῖνον τόν ἄγγελο πλῆθος στρατιᾶς ἀγγέλων ἀπό τόν οὐρανό, οἱ ὁποῖοι δοξολογοῦσαν τόν Θεό καί ἔλεγαν: 14 Δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Θεός στά ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπ’ τούς ἀγγέλους πού κατοικοῦν ἐκεῖ· καί στή γῆ ὁλόκληρη, πού εἶναι ταραγμένη ἀπ’ τήν ἁμαρτία καί τά βίαια πάθη της, ἄς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη. Διότι ὁ Θεός ἐκδήλωσε τώρα ἐξαιρετικά τήν εὔνοιά του στούς ἀνθρώπους μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του. 15 Ὅταν λοιπόν οἱ ἄγγελοι ἔφυγαν ἀπ’ αὐτούς καί πῆγαν στόν οὐρανό, τότε καί οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή οἱ ποιμένες, εἶπαν μεταξύ τους: Ἄς πᾶμε μέχρι τή Βηθλεέμ διασχίζοντας τήν πεδιάδα κι ἄς δοῦμε αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ ἄγγελος ὅτι ἔγινε καί μᾶς τό γνωστοποίησε ὁ Κύριος. 16 Καί πῆγαν γρήγορα καί κατόρθωσαν νά βροῦν τή Μαριάμ καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος τοποθετημένο στή φάτνη, γιά τήν ὁποία τούς εἶχε μιλήσει ὁ ἄγγελος. 17 Ὅταν λοιπόν εἶδαν ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τά εἶχαν ἀκούσει πρίν ἀπό λίγο, διηγήθηκαν μέ λεπτομέρειες ὅσα τούς εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος γιά τό παιδί αὐτό. 18 Καί ὅλοι ὅσοι τά ἄκουσαν, θαύμασαν κι ἔμειναν ἔκπληκτοι γι’ αὐτά πού τούς εἶπαν οἱ ποιμένες. 19 Ἡ ἐντύπωση ὅμως τῆς Μαρίας ὑπῆρξε βαθύτερη. Αὐτή διατηροῦσε στήν καρδιά της καί στή μνήμη της ὅλα αὐτά τά λόγια καί τά συνδύαζε μ’ ἐκεῖνα πού γνώριζε γιά τό παιδί ἀπό τήν ὥρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ της, ἐμβαθύνοντας ἔτσι περισσότερο στό μυστήριο πού εἶχε συντελεσθεῖ. 20 Καί οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στό ποίμνιό τους καί δόξαζαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα ἄκουσαν ἀπό τόν ἄγγελο καί εἶδαν τά μάτια τους ὅταν πῆγαν στή Βηθλεέμ, καί τά ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τούς τά εἶπε ὁ ἄγγελος.