Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 20 Ἰανουαρίου 2019, ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιζ΄ 12-19)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
1. Κραυγὴ ἱκεσίας
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ὅτι ὁ Κύριος πλησίασε σὲ ἕνα χωριό, ὅπου Τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν μακριά Του καὶ «ἦραν φωνήν», ἔβγαλαν φωνή, φώναξαν δυνατά: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἰησοῦ Κύριε, ἐλέησέ μας. Οἱ λεπροὶ στάθηκαν μακριά, διότι λόγω τῆς ἀσθενείας τους ἦταν, κατὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἀκάθαρτοι καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ εἰσέλθουν σὲ κατοικημένη περιοχὴ οὔτε νὰ πλησιάσουν ὑγιὴ ἄνθρωπο.
«Ἦραν φωνήν». Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν ἀθλιότητά τους γίνονται διδάσκαλοι προσευχῆς στοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Κύριο, νὰ ὑψώνουμε τὴ φωνή μας γιὰ νὰ μᾶς ἀκούσει. Ὄχι νὰ φωνάζουμε μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ νὰ κραυγάζουμε μὲ τὴν καρδιά. Καὶ ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς βαραίνουν πολλὰ ἁμαρτήματα, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ νὰ στεκόμαστε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ καὶ νὰ ζητᾶμε ἐπιμόνως ἔλεος. Ὁ Κύριος δὲν περιφρονεῖ τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν συντετριμμένων καρδιῶν· ἀντίθετα Τὸν λυποῦν καὶ Τὸν δυσαρεστοῦν οἱ προσευχὲς ποὺ ἀναπέμπονται μὲ χαλαρότητα, μετεωρισμό, ἀμελῶς καὶ ραθύμως.
Ἂς φροντίζουμε λοιπὸν ἡ προσευχή μας νὰ γίνεται μὲ συγκέντρωση καὶ θέρμη, ν᾿ ἀνεβαίνει σὰν κραυγὴ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ· ἔτσι θὰ ἑλκύει πλούσιο τὸ ἔλεός Του.
2. Κραυγὴ εὐγνωμοσύνης
Στὴν περικοπὴ ὅμως ἀκούσαμε καὶ μιὰ ἄλλη κραυγή: ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε «μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν»· προχωροῦσε στὸν δρόμο καὶ φώναζε δυνατὰ καὶ συνέχεια «Δόξα σοι, ὁ Θεός, δόξα σοι, ὁ Θεός». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ»· ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε. Τί πλούσια εὐγνωμοσύνη! Τί εὐγενικὴ καρδιά!
Παράδοξο ἄκουσμα καὶ σπανιότατο θέαμα: ἕνας ἄνθρωπος βαθύτατα εὐγνώμων, μιὰ μεγαλόφωνη ἐξαγγελία τῆς εὐεργεσίας μὲ ταπεινὴ γονυκλισία, μὲ τὸ μέτωπο στὸ χῶμα μπροστὰ στὸν Εὐεργέτη. Δυνατὸ μήνυμα εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας στὴν ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας.
Ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του; Καὶ πῶς Τὸν εὐχαριστοῦμε; Ἡ εὐχαριστία μας εἶναι τόσο θερμὴ ὅσο καὶ ἡ ἱκεσία μας; Τὸ σπάνιο λουλούδι τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ εὐδοκιμεῖ στὰ ψηλὰ βουνά, στὶς καρδιὲς τὶς ὑψωμένες πάνω ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό, εὐωδίασε τοὺς Ναούς μας σήμερα. Ποιὸς θὰ ζηλέψει τὸ ἄρωμα, τὸ κάλλος, τὴν εὐγένειά του καὶ θὰ ποθήσει ν᾿ ἀνθίσει καὶ στὴ δική του καρδιά; Ἀποκτᾶται καὶ καλλιεργεῖται δωρεὰν μὲ λίγο φιλότιμο καὶ ταπείνωση.
3. Ὁ Σαμαρείτης ξεπέρασε στὴν ἀρετὴ τοὺς Ἰουδαίους
«Καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἔδειξε τέτοια εὐγνωμοσύνη, ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους· «ἀλλογενής», ὅπως τὸν χαρακτήρισε ὁ Κύριος, ξένος, δὲν ἀνῆκε στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Καὶ ὅμως ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους στὴν ἀρετὴ καὶ ἔλαβε τὸν ἔπαινο τοῦ Κυρίου. «Πήγαινε στὸ καλό. Ἡ πίστη σου δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματικὴ σωτηρία», τοῦ εἶπε…
Εἴμαστε βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη αὐτὴ δωρεά Του, τὴν ὁποία δισεκατομμύρια ἀνθρώπων δὲν ἀπολαμβάνουν. Τὸ ὅτι ὅμως εἴμαστε Χριστιανοὶ δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε πιὸ ἐνάρετοι ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανούς, οὔτε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε βέβαιη τὴ σωτηρία καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἀπώλεια. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀλλοδαποὶ στὴν πατρίδα μας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐγκληματικὴ συμπεριφορὰ ὁμοεθνῶν τους, ἔχουν δείξει ἀρχοντικὴ συμπεριφορά, ὑποδειγματικὴ ἐργατικότητα καὶ τιμιότητα, ἐλεήμονα διάθεση, σεμνότητα στὴν ἐνδυμασία, αὐταπάρνηση στὴν καθημερινότητά τους· μὲ μόνο ἴσως ἐφόδιο τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους!
Ἀλλὰ νὰ μὴν πᾶμε τόσο μακριά. Ὑπάρχουν συμπατριῶτες μας ἄσχετοι μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν ἀνθρωπιά τους ἢ μὲ ἄλλες ἐνάρετες πράξεις τους, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ εἶναι περισσότερο Χριστιανοὶ ἀπὸ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἔχουν ἀκούσει πολὺ λιγότερα ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λίγα ἔχουν καρποφορήσει ἐνδεχομένως πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ἐμεῖς.
Συνεπῶς ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὸ ὅτι, ἐπειδὴ κατέχουμε τὴν ἀλήθεια, εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἂς παραδειγματιζόμαστε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας αὐτούς. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε τὴν πίστη μας. Νὰ πλουτίζουμε ἀπὸ τὴ θεία Χάρι, ποὺ τόσο πλούσια πνέει μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις τὸν ἁγιασμό μας. Καὶ τότε θὰ ἔχουμε τὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη νὰ ἑλκύουμε στὴν ἀληθινὴ πίστη ὅσους ἀπὸ τοὺς μετανάστες καὶ πρόσφυγες ἔχουν καλὴ διάθεση καὶ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια.