ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (22/2)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. λδ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Ἰωάν. β΄ 7-17)

7 Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐν­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­τολὴν παλαιάν, ἣν εἴχετε ἀπ’ ἀρχῆς· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος ὃν ἠκού­­­­­­σατε ἀπ᾿ ἀρχῆς. 8 πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει. 9 ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. 10 ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν·
11 ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­φθαλμοὺς αὐτοῦ. 12 Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ. 13 γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα. 14 ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν. 15 μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ· 16 ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. 17 καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

7 Ἀδελφοί, δέν σᾶς γράφω νέα ἐντολή, ἀλλά τήν ἐντο­­λή τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι παλιά καί τήν εἴχατε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπιστροφῆς σας στό Χριστό καί τῆς χρι­στι­ανικῆς σας ζωῆς. Ἡ ἐντολή αὐτή ἡ παλιά εἶναι τό εὐ­­­αγ­γελικό κήρυγμα πού ἀπό τήν ἀρχή ἀκούσατε, καί τό ὁποῖο εἶναι κήρυγμα ἀγάπης. 8 Ὡστόσο ἡ ἐντολή αὐτή ἡ παλιά εἶναι συγχρόνως καί νέα. Καί νέα λοιπόν ἐντολή σᾶς γράφω. Καί τό ὅτι ἡ ἐντο­­­­λή τῆς ἀγάπης εἶναι καί νέα, ἀποδεικνύεται ἀληθινό τόσο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τή δί­­δα­ξε καί τήν ἐφάρμοσε μέ νέα τέλεια μορφή, ὅσο καί στό πρόσωπο τῶν Χριστιανῶν, στή ζωή τῶν ὁποίων πα­­­ρουσιάζονται τά νέα ἐξαιρετικά ἀποτελέσματά της. Καί εἶναι πράγματι ἐξαιρετικά τά ἀποτελέσματα αὐτά. Δι­­­­­ότι τό πνευματικό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλά­­­­­νης φεύγει, καί τό πνεῦμα καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χρι­­στοῦ, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, φωτίζει τώρα τόν κό­σμο. 9 Ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ζεῖ μέσα στό πνευματικό φῶς, συγχρόνως ὅμως μισεῖ τόν ἀδελφό του Χριστιανό, αὐ­τός ἀκόμη καί τώρα πού τό ἀληθινό φῶς φωτίζει, βρίσκεται μέσα στό πνευματικό καί ἠθικό σκοτάδι. 10 Μόνο ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του μένει μέσα στό πνευματικό φῶς. Αὐτός οὔτε δίνει στόν ἀδελφό του ἀφορμή σκανδάλου καί πτώσεως, οὔτε ὁ ἴδιος πικραίνεται ἤ σκανδαλίζεται ἀπό τόν ἀδελφό του. 11 Ἐκεῖνος ὅμως πού μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι βυθισμένος στό πνευματικό καί ἠθικό σκοτάδι, καί ἡ συμπεριφορά του εἶναι συμπεριφορά σκοτεινή καί ἔνοχη. Καί σάν τυφλός δέν ξέρει ποῦ πηγαίνει, καί κινδυνεύει νά χαθεῖ, διότι τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του. 12 Σᾶς γράφω, παιδάκια μου, τήν ἐπιστολή αὐτή, διότι ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σας μέ τήν πίστη στό ὄνομά του. 13 Γράφω σέ σᾶς πού γιά τήν ἡλικία καί τή χριστιανική σας πείρα ἀξίζει νά ὀνομάζεσθε πατέρες, διότι λόγῳ τῆς προόδου σας στή χριστιανική ζωή ἔχετε γνωρίσει κα­λά τόν Λόγο, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀρχή καί ἀνάρχως εἶ­­­ναι μαζί μέ τόν Πατέρα. Γράφω σέ σᾶς, νέοι μου, διό­τι ἔχετε νικήσει τόν πονηρό στούς διάφορους πειρασμούς τῆς νεανικῆς σας ἡλικίας. Σᾶς ἔγραψα, παιδιά μου, διότι ἔχετε γνωρίσει τόν οὐράνιο Πατέρα μέ τήν πεί­­ρα σας καί τή στενή σχέση μαζί του. 14 Σᾶς ἔγραψα, πατέρες, διότι ἔχετε γνωρίσει καλά τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀπό τήν ἀρχή αἰωνίως. Σᾶς ἔγραψα, νέοι, διότι παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας σας εἶστε πνευματικά ἰσχυροί, καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει μέσα σας καί ἔχετε νικήσει τόν πονηρό, πού ἰδιαιτέρως ἐπιβουλεύεται τή νεότητα. 15 Μήν ἀγαπᾶτε τό μάταιο κόσμο πού βρίσκεται μα­κρι­ά ἀπό τόν Θεό, οὔτε τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, πού ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ἐάν κα­νείς ἀγαπᾶ τόν κόσμο, δέν ὑπάρχει μέσα του ἡ ἀγά­πη πρός τόν οὐράνιο Πατέρα. 16 Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δέν ἔχει ἀγάπη πρός τόν Θεό καί Πατέρα· διότι κάθε τι πού ὑπάρχει στόν κόσμο πού βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό, δηλαδή ἡ ἐπιθυμία τῆς διεφθαρμένης φύσεως καί σαρκός τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ἐπιθυμία τῶν πραγμάτων πού αἰχμαλωτίζουν τά μάτια μας, καί ἡ ἀλαζονική ἐπίδειξη στήν ὁποία σπρώχνουν τά πλούτη, ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα, ἀλλά ἀπό τόν κόσμο πού βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό. 17 Καί ὁ μάταιος κόσμος φεύγει καί χάνεται, καί μαζί του χάνεται καί ἡ ἐπιθυμία πού προκαλοῦν τά ἀγαθά καί οἱ ἀπολαύσεις του. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐπιτελεῖ τό θέ­λημα τοῦ Θεοῦ μένει αἰώνια καί δέν χάνεται.