Οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ

Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Ἀπριλίου 2019, Δ΄ Νηστειῶν «Ἰωάννου τῆς Κλίμακος» (Ἑβρ. ς΄ 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

1. Ο ΑΒΡΑΑΜ

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴν συγκλονιστικὴ ἐκείνη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔδωσε τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις του στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: Θὰ σὲ εὐλογήσω πλούσια, θὰ πληθύνω τοὺς ἀπογόνους σου σὰν τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ θὰ σοῦ χαρίσω τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν Παλαιστίνη. Καὶ γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσῃ γι’ αὐτὲς τὶς ἐπαγγελίες ἔδωσε ὅρκο ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσῃ. Κι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε μεγαλύτερο στὸ ὁποῖο νὰ ὁρκισθῇ, ὡρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἄκουσε τὶς ἔνορκες θεϊκὲς ὑποσχέσεις ὁ Ἀβραὰμ περίμενε χρόνια πολλὰ μὲ ὑπομονὴ νὰ τὶς δῆ νὰ ἐκπληρώνωνται. Καὶ δοκιμάσθηκε πολὺ σκληρά. Περίμενε, καὶ ἐκπλήρωσι δὲν ἔβλεπε. Ὅμως δὲν ἔχανε τὴν πίστι του. Πίστευε ἀκλόνητα στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ἔχῃ κανένα σημάδι ἐλπίδος. Ἀντίθετα ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, φαινόταν ἀδύνατο αὐτὲς νὰ ἐκπληρωθοῦν. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ Σάρρα, ποὺ ἦταν στεῖρα, εἶχε γίνει πλέον γερόντισσα. Καὶ καθὼς δὲν ἀποκτοῦσε παιδιά, οἱ ὑποσχέσεις γιὰ ἀπογόνους φαίνονταν οὐτοπικὲς καὶ οἱ ἐλπίδες ἀνεκπλήρωτες. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀρ-γότερα στὰ γεράματά του ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκπληρώσεως τῶν θείων ἐπαγγελίων, καθὼς γεννήθηκε ὁ Ἰσαάκ, ἡ πίστι του δοκιμάσθηκε πολὺ περισσότερο. Διότι τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσῃ αὐτὸ τὸ μονάκριβο γυιό τους. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε καὶ προχώρησε στὴν θυσία ἔχοντας ἀκράδαντη βεβαιότητα στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἀποδείκνυε αὐτὸ σ’ ὅλη του τὴν ζωή. Διότι ἐνῶ ἦταν πολὺ πλούσιος, δὲν ἔμενε σὲ παλάτια ἀλλὰ σὲ σκηνές, ἀναμένοντας τὴν ἐκπλήρωσι τῶν ἐπαγγελιῶν, καὶ αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὰ ἐπίγεια καὶ αὐτῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὰ ἐπουράνια.

Ὁ Ἀβραὰμ κάποτε ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ δὲν εἶδε τὴν ἐκπλήρωσι ὅλων τῶν θείων ὑποσχέσεων. Κατὰ τὸ διάστημα ὅμως τῆς προσμονῆς φανέρωσε μιὰ πίστι ἀξιοθαύμαστη καὶ πρωτοφανῆ. Καὶ μᾶς διδάσκει νὰ μάθουμε κι ἐμεῖς κατὰ τὶς δύσκολες περιόδους τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀσφαλῶς στὴ ζωή μας, νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστι μας. Νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίπλα μας καὶ θὰ μᾶς δώσῃ κατὰ τὸ θέλημά του αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε στὴν κατάλληλη στιγμὴ ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε. Μόνον μὲ τέτοια πίστι καὶ ὑπομονὴ θὰ δοῦμε τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκπληρώνωνται καὶ στὴ δική μας ζωή.

2. Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

Ὁ θεῖος Παῦλος κατόπιν μᾶς λέγει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν δόθηκαν μόνο στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του, τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ καὶ στὸν νέο Ἰσραήλ, ὅλους δηλαδὴ τοὺς Χριστιανούς. Κληρονόμοι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιὰ τὰ ἐπίγεια ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅμως γιὰ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰώνια ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ γεννηθήκαμε σὲ νέα ζωὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα γίναμε παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ κληρονόμοι τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν. Ὁ Θεὸς ὑπόσχεται πλέον στὸν καθένα μας ὄχι τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας ἀλλὰ τὴν ἐπουράνια γῆ, τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ κρατήσουμε σταθερὰ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα, λέγει, τὴν ἔχουμε σὰν ἀμετακίνητη ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας, διότι δὲν εἶναι στερεωμένη σὲ κάποιο πυθμένα τῆς θάλασσας ἀλλὰ στὸν οὐρανό. Τί ὅμως σημαίνει αὐτό;

Ὅλοι οἱ πιστοὶ στὸν κόσμο αὐτὸ βρισκόμαστε σὰν πλοῖα μέσα στὸν ὠκεανὸ καὶ πορευόμαστε γιὰ τὸ αἰώνιο λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ. Ὅμως ἡ θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι τόσο φουρτουνιασμένη ποὺ ὧρες – ὧρες αἰσθανόμαστε τὴν τρικυμία νὰ κλυδωνίζῃ καὶ νὰ ἀναταράσσῃ τὸ σκάφος τῆς ζωῆς μας. Κι ἐμεῖς ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων τρέμουμε μὴ ναυαγήσουμε, μὴ διαλυθοῦμε πάνω στὰ βράχια, μὴ χάσουμε τὴν ψυχή μας, μὴ χάσουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν βουλιάζουμε, δὲν ναυαγοῦμε, διότι ἔχουμε ἄγκυρα ἐλπίδας. Καὶ ἡ ἄγκυρά μας αὐτὴ δὲν κρατιέται σὲ ἀμμώδη βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἀλλὰ ἔχει ριφθῆ καὶ στερεωθῆ στὸν πλέον ἀδιάσειστο βράχο. Εἶναι στερεωμένη ἀκλόνητα στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Διότι ὁ Χριστός μας εἰσῆλθε μὲ τὴν Ἀνάληψί του ἐκεῖ στὸ οὐράνιο λιμάνι πρῶτος γιὰ νὰ εἰσαγάγῃ καὶ ἐμᾶς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουμε. Δὲν εἴμαστε λοιπὸν πλοῖα ἀκυβέρνητα. Ἔχουμε κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ καταποντισθοῦμε· πηδαλιουχεῖ τὴν ζωή μας καὶ θὰ μᾶς πάρη κι ἐμᾶς μαζί του στὴν Βασιλεία του.

Μὴ φοβώμαστε λοιπόν. Μπορεῖ νὰ βρισκώμαστε ἀκόμη στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἔχουμε ὅμως μέσα στὸ οὐράνιο λιμάνι τὴν ἄγκυρά μας. Ὅσοι ἄνεμοι κι ἂν μᾶς ἀπειλοῦν καὶ μᾶς θαλασσοδέρνουν, ὁ Χριστὸς κρατάει καλὰ στερεωμένη τὴν ἄγκυρά μας στὸν οὐρανό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι νὰ κρατοῦμε κι ἐμεῖς γερὰ αὐτὴν τὴν ἄγκυρα σ’ ὅλη τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, νὰ τὴν ἔχουμε δεμένη στὸ πλοιάριο τῆς ζωῆς μας, ὥστε νὰ μὴ μᾶς φύγῃ καὶ τὴν χάσουμε. Διότι αὐτὴ θὰ πλοηγήσῃ καὶ τὸ πλοιάριο τῆς ζωῆς μας στὸ οὐράνιο λιμάνι.