Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Ἀπριλίου 2019, Δ΄ Νηστειῶν, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε πιστεύω, κύριε βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
1. «Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, μπορεῖς τὰ πάντα»
Ἕνα οἰκογενειακὸ δράμα ξετυλίχθηκε μπροστὰ στὰ μάτια μας στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα: Ἕνας πατέρας ἔφερε στὸν Κύριο τὸν σεληνιαζόμενο γιό του. Οἱ μαθητὲς δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ἀπελπισμένος ἀπὸ ὅποια ἄλλη βοήθεια ἀπευθύνεται τώρα σ᾿ Ἐκεῖνον:
–«Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς». Ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε τὸν ἑξῆς πολὺ σημαντικὸ καὶ ἀξιομνημόνευτο λόγο:
–Ἂν μπορεῖς ἐσὺ νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος διορθώνει τὸν ὀλιγόπιστο πατέρα. Ὄχι ἂν μπορῶ· ὅλα μπορῶ νὰ τὰ κάνω. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ποιὰ εἶναι ἡ δική μου δύναμη, ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ δική σου πίστη, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ παντοδυναμία μου στὴ ζωή σου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τῆς πίστεως: «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Ὅποιος πιστεύει, ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώσει διὰ τῆς πίστεως. Ἂς ἀνοίξουμε λοιπὸν τὶς καρδιές μας στὸν Κύριο. Ἂς Τοῦ δώσουμε ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη μας. Ἂς μὴ μᾶς χωρίζει καμία ἀμφιβολία, καμία ἐπιφύλαξη ἀπὸ Ἐκεῖνον. Διότι εἶναι ὁ πιὸ ἀξιόπιστος, εἶναι ὁ Θεός μας. Πίστη στὸν Θεό, γιὰ νὰ ζοῦμε τὸ θαῦμα τῆς θείας παρουσίας καὶ τῆς θείας δυνάμεως στὴ ζωή μας.
2. «Βοήθησέ με νὰ πιστέψω»
Τί ἀπάντησε ὁ ταλαίπωρος πατέρας στὸν λόγο τοῦ Κυρίου; Φώναξε μὲ δάκρυα:
–«Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, Κύριε. Βοήθησέ με, ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μου, καὶ ἀναπλήρωσε Ἐσὺ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου.
Θαυμάσια ἡ ἐπίκληση τοῦ πονεμένου αὐτοῦ πατέρα· κραυγὴ πίστεως καὶ ὀλιγοπιστίας. Εἶναι ἡ δέηση τοῦ ὀλιγόπιστου ποὺ θέλει νὰ ἔλθει στὴν πίστη· ἡ πιὸ κατάλληλη προσευχὴ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουμε δυνατὴ πίστη. Ἔτσι νὰ λέμε κι ἐμεῖς: Ναί, Κύριε, πιστεύω· πιστεύω στὴν ἀγάπη Σου, πιστεύω στὴ δύναμή Σου. Ἀλλὰ ἡ πίστη μου δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη. Βοήθησέ με, ἀναπλήρωσε τὸ ἔλλειμμα τῆς πίστεώς μου. Αὔξησέ την, ἐνίσχυσε, στερέωσέ την.
3. Ὁ Κύριος τῶν πάντων
Ὁ Κύριος μετὰ τὴ συγκινητικὴ πατρικὴ ἱκεσία ἐνεργεῖ τὸ θαῦμα:
–Πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατέστησες τὸ παιδὶ κωφάλαλο, «ἐγώ σοι ἐπιτάσσω», βγὲς ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ σὲ αὐτό.
Τότε τὸ δαιμόνιο, ἀφοῦ ἔβγαλε φοβερὴ κραυγὴ καὶ σπάραξε πολὺ τὸν νέο, βγῆκε ἀπὸ αὐτόν.
«Ἐγώ σοι ἐπιτάσσω». Ποιός διέταξε; Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῆς ὁρατῆς καὶ τῆς ἀόρατης Δημιουργίας, στὸ πρόσταγμα τοῦ Ὁποίου κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ. Αὐτὸς πρόσταξε, καὶ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο ἔφριξε καὶ ἐγκατέλειψε τὸν νέο.
Ἂς μὴ μᾶς φοβίζουν λοιπὸν οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, οἱ δαίμονες καὶ τὰ ὄργανά τους. Εἶναι ὄντως ἀπαίσια καὶ ἀποτρόπαια τὰ ἔργα τους καὶ ἔντονη ἡ δραστηριότητά τους μέσα στὴν ἀποστατημένη κοινωνία μας. Εἶναι ὅμως ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι πάνω ἀπὸ ὅλους βρίσκεται ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλους. Ἐὰν καταφεύγουμε σ᾿ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτε. Τὸν ἑαυτό μας νὰ φοβόμαστε, μήπως μὲ τὴν τυχὸν ἀμέλεια καὶ τὶς ἁμαρτίες μας δώσουμε δικαιώματα στὸν ἐχθρὸ τῆς ψυχῆς μας. Ἐὰν ὅμως ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἐὰν εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του καὶ παραμένουμε μέσα στὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅπου δὲν μποροῦν νὰ μποῦν οἱ νοητοὶ λύκοι δαίμονες, εἴμαστε ἀπόλυτα ἀσφαλεῖς.
4. Προσευχὴ καὶ νηστεία
Ὅταν ἀποσύρθηκε ὁ Κύριος σὲ κάποιο σπίτι, Τὸν ρώτησαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητὲς γιατί οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε:
–«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ κανέναν ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἔχουμε νὰ βγάλουμε δαιμόνια· ἔχουμε ὅμως πάθη ποὺ πρέπει νὰ νεκρώσουμε. Καὶ ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν περίοδο ποὺ διανύουμε, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καλούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε αὐτὰ τὰ δύο ὅπλα, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὰ ὁποῖα, ὅταν συνδυάζονται, ἔχουν πολὺ μεγαλύτερη δύναμη. Διότι ἡ νηστεία βοηθάει τὴν προσευχή. Μὲ τὴ νηστεία ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ πιὸ εὔκολα καὶ νὰ ὑψωθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Ἀντίθετα τὰ πολλὰ καὶ ὡραῖα φαγητὰ ἀποχαυνώνουν τὸν ἄνθρωπο, διεγείρουν τὶς κατώτερες ὁρμὲς τοῦ σώματος καὶ σκοτίζουν τὸν νοῦ.
Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ αὐξάνει συνεχῶς τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ὁλοκληρώσουμε αἰσίως καὶ καρποφόρως τὸν ἀγώνα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.