Ἕξι αἰῶνες πρὶν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατέλθει στὰ κάτεργα, ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἔφευγε «ἀπὸ προσώπου Κυρίου». Ἔφευγε φοβισμένος, διστάζοντας ἢ μᾶλλον ἀρνούμενος νὰ ἐκτελέσει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυγή του μὲ πλοῖο ποὺ κατευθυνόταν «εἰς Θαρσίς», κάπου στὴν Ἱσπανία, συναντάει τὴ μανιώδη ἀντίδραση τῆς θάλασσας καὶ ὁ Ἰωνᾶς καταλήγει στὴν κοιλιὰ ἑνὸς κήτους. Καὶ ἔμεινε ἐκεῖ «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας».
Ἡ προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ ἀναγινώσκεται στοὺς Ναούς μας τὸ Μέγα Σάββατο τὸ πρωί. Εἶναι «σημεῖον», μία σημαδιακὴ προφητεία. Ὡς τέτοιο «σημεῖον», μέγιστο θαῦμα ποὺ θὰ φανερώσει τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, ὑπέδειξε ὁ Κύριος στοὺς ἀπιστοῦντες γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους αὐτὸ τὸ «σημεῖον», «τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου».
Ὅπως ὁ Ἰωνᾶς, τοὺς εἶπε, ἔμεινε «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. ιβ΄ [12] 40).
Ὁ Ἰωνᾶς «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους», ὁ Κύριος «ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας». Καὶ ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ἦταν ζωντανὸς μέσα στὸν «τάφο» τῆς κοιλίας τοῦ κήτους, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἦταν μέσα στὸν Τάφο Του «νεκρὸς ζωαρχικώτατος».
Ἡ κοιλία τοῦ κήτους εἶναι καὶ σύμβολο τοῦ Ἅδη, ποὺ σὰν ἀχόρταγο κῆτος κατέπινε τὶς ἀμέτρητες γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ στὸν Ἅδη, στὴν ἀπόλυτη ἀνθρώπινη ἐσχατιά, στὸν πιὸ ἀπομακρυσμένο τόπο τοῦ σύμπαντος, κατέρχεται ὁ Δημιουργὸς γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ ἀνασύρει στὸ φῶς καὶ στὴ ζωὴ τὸ πλάσμα Του.
Στὸ διάστημα ποὺ τὸ ἄφθαρτο σῶμα Του παραμένει «ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς», ἡ τεθεωμένη ψυχή Του κατέρχεται στὰ κάτεργα τοῦ Ἅδη. Κατέρχεται ὄχι ὡς αἰχμάλωτη, ὅπως οἱ ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ «πανσθενουργός», παντοδύναμη. Ὁ Κύριος φθάνει στὴ χαλύβδινη φυλακὴ ὡς Ἐλευθερωτής. «Κατάστικτος τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργός».
Εἶναι πράγματι «κατάστικτος τοῖς μώλωψι», γεμάτος πληγές, τὶς πληγὲς ποὺ δέχθηκε κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πάθους Του μέχρι τὸν σταυρικὸ θάνατό Του στὸν Γολγοθᾶ. Κι ἦταν φριχτὸ ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο. Ὄχι τόσο τὸ σωματικό, ὅσο τὸ μαρτύριο τῆς ψυχῆς Του, ποὺ ἀναδέχθηκε τὴν κόλαση ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων. Σήκωσε βάρος αἰώνων, τέτοιο ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ κραυγάσει ἐναγώνια στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»! Κι ὅμως τὸ ἤπιε τὸ κατάπικρο ἐκεῖνο ποτήρι. Ὅλο! Μέχρι τὴν τελευταία φαρμακερή του σταγόνα.
Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σταθμίσει τὸ ἀσήκωτο βάρος ποὺ σήκωσε, τὴν ἀφόρητη πίκρα ποὺ δοκίμασε ὁ Ἀναμάρτητος, ὅταν γιὰ χάρη μας ἔγινε ἁμαρτωλός, ἀναλαμβάνοντας τὴ δική μας ἄπειρη ἁμαρτία; Ὅταν ἔπαιρνε τὴ θέση μας στὴ δίκαιη ἐγκατάλειψή μας, κάτι ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ κραυγάσει μὲ ἄπειρο πόνο: «Ἠλί, Ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. κζ΄ [27] 46).
Ἀλλὰ τώρα τὸ μαρτύριο ἔχει τελειώσει. Ἡ ὑπέρτατη Θυσία, ποὺ εἰρηνοποίησε τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ἔχει προσφερθεῖ. Καὶ ὁ Κύριος κατέρχεται πανσθενουργὸς στὸ βασίλειο τοῦ Ἅδη «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», καὶ συντρίβει «μοχλοὺς αἰωνίους». Κατέρχεται στὸν χῶρο τοῦ θανάτου καὶ «ζωαρχικῇ παλάμῃ» διασπαράττει «τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα», σπάζει τὶς χαλύβδινες κλειδαριὲς τῆς φυλακῆς, γεμίζει μὲ φῶς τοὺς κατασκότεινους χώρους της.
Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου μένει «τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς».
«Σημεῖον»!
Τὸ σύμπαν ἀλλάζει πορεία. Τώρα γνωρίζουμε πὼς δὲν ὑπάρχει θάνατος. Κι ὅταν διαβαίνουμε τὶς ἄλλοτε φοβερὲς πύλες του, γνωρίζουμε πὼς θὰ μᾶς συναντήσει ὁ Κύριος τῶν πάντων: οὐρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων. Μὲ τὴ ζωαρχική Του παλάμη θὰ μᾶς περάσει πάνω ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ βάραθρο τοῦ θανάτου καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν πάμφωτη Βασιλεία Του, ὅπου Ἐκεῖνος θὰ εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι» καὶ τὸ πλήρωμα ὅλων τῶν πόθων.
«Εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας»!