Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, 28 Ἀπριλίου 2019 (Πράξ. α΄ 1-8)
Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός, ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
1. ΤΕΚΜΗΡΙΑ
Ἀνέστη ὁ Κύριος! Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνῃ μέσα στὸν τάφο νεκρὸς ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς. Ἀνέστη! Καὶ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες ἐμφανιζόταν ἀναστημένος στοὺς Μαθητάς του γιὰ νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὅτι ἀναστήθηκε, ὅτι ζῇ, ὅτι εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ διαβόλου, Θεάνθρωπος καὶ τροπαιοφόρος. Καὶ γιὰ νὰ πεισθοῦν ἀπολύτως οἱ Μαθηταί του ὅτι ἀναστήθηκε, ὅτι δὲν βλέπουν μπροστά τους μία ὀπτασία ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὁλοζώντανο καὶ ἀναστημένο, τοὺς ἔδωσε πολλὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἀτράνταχτες ἀποδείξεις, σημάδια ἀδιαμφισβήτητα.
Ποιὰ εἶναι αὐτά; Οἱ ἐπανειλημμένες ἐμφανίσεις του ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν του γιὰ νὰ Τὸν βλέπουν ἀπὸ κοντά, γιὰ νὰ Τὸν ἀκοῦνε. Καὶ μάλιστα τοὺς ἐπέτρεπε καὶ νὰ τὸν ἀγγίξουν ἀκόμη, γιὰ νὰ δοῦν ὅτι ἔχει σῶμα πραγματικὸ καὶ ὄχι ἀέρινο ἢ φανταστικό. Τοὺς ἔδειξε τὶς οὐλὲς τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν τρυπημένη ἁγία του πλευρὰ ἀπὸ τὴν λόγχη.
Κι ἐνῶ τὸ ἀναστημένο σῶμα του εἶχε πνευματικὲς ἰδιότητες καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ὁ ἀναστὰς Κύριος συγκαταβαίνοντας στὶς ἀμφιβολίες τῶν Μαθητῶν, ἔτρωγε μαζί τους τὴν ἴδια τροφὴ ποὺ ἔτρωγαν κι ἐκεῖνοι· γιὰ νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὅτι τὸ σῶμα του ἦταν ἀληθινὸ καὶ ὅτι ἦταν τὸ ἴδιο σῶμα ποὺ σταυρώθηκε καὶ ἐτάφη. Γιὰ νὰ εἶναι ἡ βρῶσι αὐτὴ ἀδιάσειστο τεκμήριο τῆς Ἀναστάσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατόπιν ἔλεγαν μὲ βεβαιότητα καὶ πειστικότητα: «Συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ» (Πράξ. ι΄ 41).
Πόση συγκατάβασι λοι-πὸν καὶ συμπάθεια ἔδειξε ὁ ἀναστημένος Χριστὸς στοὺς Μαθητάς του. Θὰ μποροῦσε ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, καθὼς εἶχε συντελεσθῆ τὸ ἐπὶ γῆς ἔργο του καὶ εἶχε συντρίψει θριαμβευτικὰ τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο, νὰ ἀναληφθῇ ἀμέσως στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ καθίσῃ ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός του μέσα στὴν οὐράνια δόξα του. Ὅμως συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν του καὶ μένει στὴ γῆ ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασί του. Δὲν ἀναχωρεῖ, δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς Μαθητάς του μέσα στοὺς φόβους καὶ τὶς δυσκολίες τους, ἀλλὰ μένει κοντά τους γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ, νὰ τοὺς στηρίξῃ καὶ νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὅτι ἀναστήθηκε.
2. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Ὁ ἀναστὰς Κύριος ἤθελε νὰ δώσῃ στοὺς ἁγίους του Ἀποστόλους ἀτράνταχτα τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεώς του, διότι κατόπιν θὰ ἔπρεπε κι αὐτοὶ νὰ μαρτυρήσουν μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν ζωή τους τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, ἔχοντας προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ γνῶσι. Ἔπρεπε νὰ μεταδώσουν αὐτή τους τὴν βεβαιότητα στοὺς πιστοὺς ὅλου τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ μεταλαμπαδευθῇ τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως ὡς μυστήριο καὶ ὡς θαῦμα σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.
Διότι τὸ μοναδικὸ σημεῖο ποὺ θὰ ἀμφισβητοῦσαν μὲ μεγάλη μανία καὶ πολεμικὴ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν θὰ ἦταν τόσο ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἢ κάποια στοιχεῖα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἀλλὰ τὸ ἀνακαινιστικὸ μήνυμα καὶ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ κέντρο δηλαδὴ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς μας. Διότι ἀπὸ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ πίστι μας. Ἢ πιστεύουμε στὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ ἀναστὰς Κύριος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός· ἢ δὲν πιστεύουμε σ’ αὐτὴν καὶ τότε ἡ πίστι μας χάνει κάθε νόημα καὶ ἀξία καὶ καταντᾷ μιὰ ἁπλῆ φιλοσοφία καὶ θρησκεία, ὅπως οἱ ἄλλες θρησκεῖες.
Οἱ Ἀπόστολοι λοιπὸν βεβαιωμένοι ἀπολύτως γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ ἔτρεξαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ὤργωσαν τὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάστασι, καὶ πρόσφεραν ὄχι μόνο τὸν κόπο τους ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή τους γιὰ τὸν ἀναστάντα Κύριο. Ἕντεκα ἑκατομμύρια μάρτυρες τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλὰ καὶ ἀμέτρητοι ἄλλοι κατόπιν ἔχυσαν τὸ αἷμα τους καὶ ὑπέστησαν φρικτὰ καὶ ἀπερίγραπτα μαρτύρια ὄχι γιὰ μία φιλοσοφία ἢ ἰδεολογία ἀλλὰ γιὰ τὴν θεϊκὴ ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἀνθρωπότητος. Γι’ αὐτὸ καὶ περιφρόνησαν τὸν θάνατο, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι ὁ ἀναστὰς Κύριος ἐνίκησε τὸν θάνατο. Θυσιάστηκαν γιὰ τὸν Χριστὸ προσδοκῶντας «ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Αὐτὴν τὴν βεβαιότητα στὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς ὅλοι, καὶ νὰ τὴν διαλαλοῦμε μέσα μας καὶ γύρω μας. «Ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως» (Λουκ. κδ΄ 34). Καὶ θὰ ἀναστήσῃ καὶ ὅλους ἐμᾶς ἐν τῇ ἐνδόξῳ ἡμέρᾳ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, στὴν αἰώνια Βασιλεία του.