Στὸν τόπο τοῦ πόνου

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Μαΐου 2019, τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. ε΄ 1-15)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνη­σιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

1. Ὁ Θεὸς εἶναι κοντά μας στὶς θλίψεις μας

Σ᾿ ἕναν τόπο μεγάλου πόνου μᾶς μεταφέρει τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου: στὴν «κολυμβήθρα», δηλαδὴ στὴ δεξαμενή, Βηθεσδά. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν πέντε ὑπόστεγα ὅπου παρέμεναν πολλοὶ ἀσθενεῖς. Αὐτοὶ περίμεναν τὸ θαῦμα: Κατὰ δια­στήματα κατέβαινε ἄγγελος καὶ τάραζε τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας. Ὁ πρῶτος ποὺ ἔπεφτε τότε μέσα στὸ νερό, γινόταν καλά, ἀπὸ ὅ,τι κι ἂν ἔπασχε.

Ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια, ἀλλὰ καὶ κάθε θλίψη, εἶναι δυσάρεστη δοκιμασία. Ἀλ­λὰ ὠφελεῖ πολὺ τὸν θλιβό­μενο ἄνθρωπο, ἂν τὴν ἀν­τιμετωπίζει μὲ πίστη καὶ ὑ­πομονή: τὸν ἐξαγιάζει, τὸν προετοιμάζει γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο, γιὰ τὴ Βασιλεία τῆς αἰώνιας μακαριότητος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εὐδοκεῖ στὴ θλίψη ὡς ἀπαραίτητο παιδαγωγικὸ μέσο τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία.

Ὡστόσο δὲν ἔμεινε καὶ ἀδιάφορος στὸν πόνο μας. Κατὰ τὴ δημόσια δράση Του ἐνήργησε πολλὰ θαύματα θεραπείας σὲ ὅλους ὅσοι προσέρχονταν σ᾿ Αὐτόν, ἐνῶ κάποτε ­«ἐστέναξε» γιὰ τὰ βάσανά μας (βλ. Μάρκ. ζ´ 34)· καὶ τώρα ἀκούσαμε ὅτι προσέρχεται σ᾿ ἕναν παράλυτο, «γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει», γνωρίζοντας ὅτι ἦταν πολὺ καιρὸ ἄρ­ρωστος: 38 ὁλόκληρα χρόνια! Ἀλλὰ καὶ στὴ ζωή μας ὁ Θε­ὸς μπορεῖ νὰ σιω­πᾶ στὴν ἀσθένειά μας καὶ νὰ μὴ δίνει συνήθως θαυμαστὴ θεραπεία, μᾶς παρακολουθεῖ ὅμως μὲ πολλὴ στοργὴ τὸν καθένα μας προσωπικὰ καὶ μετρᾶ τὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας μας, ὥστε νὰ μᾶς πλουτίσει μὲ τὴν Χάρι Του.

2. «Δὲν ἔχω ἄνθρωπο…»

Ὁ Κύριος λοιπὸν πλησίασε τὸν παράλυτο καὶ τὸν ρώτησε:

–Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής;

Ἐκεῖνος μίλησε μὲ πολλὴ πραότητα ποὺ ἔδειχνε πόσο ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν μακρόχρονη ἀσθένειά του:

–«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…», εἶπε. Δὲν ἔχω, Κύριε, ἕναν ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει…

Σ᾿ ἕναν ὕμνο τοῦ Ἑσπερινοῦ παρουσιάζεται ὁ Κύριος νὰ ἀπαντᾶ σὲ καθέναν ποὺ λέει τὸ ἴδιο: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα… καὶ λέγεις, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;»(*)· ἔγινα γιὰ σένα ἄνθρωπος, καὶ λές, «δὲν ἔχω ἄνθρωπο»; Ἐγὼ εἶμαι ὁ σύντροφος κάθε ἀνθρώπου, μάλιστα τοῦ πονεμένου, τοῦ μοναχικοῦ, ἐκείνου ποὺ δὲν ἔχει καμία ἀνθρώπινη βοήθεια.

Ὁ Κύριος στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους ἔμεινε μόνος – Τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ μαθητές. Ἔζησε τὴ μοναξιά, τὴν ἐξαγίασε καὶ ἔδωσε τέλος στὴν ἐ­ρημικὴ ἀπομόνωση κάθε ἀν­θρώ­που ποὺ πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον. Ποτὲ πλέον δὲν εἴμαστε μόνοι· διότι εἶναι μαζί μας ὁ Κύριος, ποὺ ἔρ­χεται ἀοράτως καὶ μᾶς ἐνισχύει μὲ μυστικὲς παρακλήσεις κατ᾿ ἐξ­οχὴν τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καὶ τῆς δοκιμασίας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια.

Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ πονεμένου κατακοίτου εἶναι παράπονο καὶ πολλῶν ἀνθρώπων, κυρίως γερόντων, καὶ σήμερα ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἐποχή: «Δὲν ἔχω ἕναν ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει στὴ δυσ­τυχία μου. Μὲ ἐγκατέλειψαν ὅλοι. Δὲν ἀσχολεῖται κανεὶς μαζί μου»… Καθῆκον ἀγάπης ἱερὸ ἔχουμε νὰ συμπαριστάμεθα ὅσο μποροῦμε σὲ τέτοιους πονεμένους ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς πλησιάζουμε μὲ στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον, ὅπως ὁ Κύριος σήμερα τὸν παράλυτο, καὶ νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μποροῦμε, γιὰ τὴν ἀνακούφισή τους καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

3. Μετὰ τὴ θλίψη

Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸν παράλυτο μ᾿ ἕνα πρόσταγμα καὶ χάθηκε μέσα στὸ πλῆθος. Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ κάποιο διάστημα τὸν συνάντησε στὸν ἱερὸ περίβολο τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ εἶπε:

–«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Νά, ἔχεις γίνει ὑγιής. Μὴν ἁμαρτάνεις πιά, ὥστε νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο.

Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ συμπεραίνουμε ὅτι ὁ θεραπευμένος αὐτὸς παράλυτος εἶχε πάθει τὴν παράλυση ἐξαιτίας τῆς προηγούμενης ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. Ὅμως μέσα στὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας τῶν 38 χρόνων καθαρίστηκε σὰν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του, καὶ τώρα τὸν βλέπουμε νὰ συχνάζει στὸν Ναό.

Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας περνοῦν ἀργὰ ἢ γρήγορα, ἐνῶ ὅλες θὰ λήξουν τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Τὸ ἐρώτημα εἶναι: Οἱ θλίψεις περνοῦν, ἡ ὠφέλεια ἀπὸ αὐτὲς μένει; Ὅταν ξαναποκτοῦμε τὴν ὑγεία, τὴν ἄνεση, τὴν εὐημερία μας, εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό; Μένουμε εὐγνώμονες γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν δεινῶν καὶ τὴν ὠφέλεια ποὺ μᾶς προσκόμισαν, ἢ ἐπιστρέφουμε στὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς, στὴν προηγούμενη χαλαρότητα καὶ ἀπροσεξία μας;

«Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται».

Ὅταν ἔρχεται μιὰ δοκιμασία, ἀλλὰ καὶ ὅταν φεύγει, ἂς προβληματιζόμαστε: Γιατί τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός; Κάτι περιμένει ἀπὸ ἐμένα. Κάτι πρέπει ν᾿ ἀλλάξει στὴ ζωή μου.

Ὁ Κύριος νὰ δώσει ὥστε κάθε δοκιμασία μας νὰ γίνεται ἀφορμὴ διορθώσεως καὶ ἐξαγιασμοῦ μας.

(*) Δοξαστικὸ τῆς Λιτῆς τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου.