Στοὺς Φιλίππους

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Ἰουνίου 2019, ς΄ Πράξεων (Πράξ. ις΄ 16-34)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. αὕτη κατα-κολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖ-οι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

1. ΠΝΕΥΜΑ ΠΥΘΩΝΟΣ

Στοὺς Φιλίππους καθὼς οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Σίλας πορεύονται στὸν τόπο τῆς προσευχῆς, μιὰ νεαρὴ δούλη ποὺ εἶχε μαντικὸ δαιμονικὸ πνεῦμα καὶ ἀποτελοῦσε πηγὴ μεγάλου οἰκονομικοῦ κέρδους γιὰ τὰ ἀφεντικά της, τοὺς ἀκολουθεῖ φωνάζοντας: Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, οἱ ὁποῖοι μᾶς γνωρίζουν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε συχνὰ γιὰ πολλὲς ἡμέρες. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀγανακτισμένος στράφηκε πρὸς τὴν δούλη καὶ εἶπε στὸ πονηρὸ πνεῦμα: Σὲ διατάσσω στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐξέλθῃς ἀπ’ αὐτήν. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιο.

Γιατί ὅμως ἆραγε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἀγανάκτησε ἐφόσον τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ εἶχε ἡ δούλη αὐτὴ ἔλεγε κάτι τὸ ἀληθινό; Διότι τὸ δαιμόνιο δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ καλὸ σκοπό. Ἤθελε νὰ ἑλκύσῃ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ καὶ ἀργότερα νὰ τὴν ἐκμεταλλευθῇ μὲ πονηριά. Ἄλλωστε τὸ δαιμόνιο αὐτὸ συστηματικὰ ἐξαπατοῦσε τὸν κόσμο. Διότι κανένα δαιμόνιο δὲν μπορεῖ νὰ προλέγῃ τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖο μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει. Τὸ δαιμόνιο λοιπὸν καὶ τώρα πάλι νὰ ἐξαπατήσῃ θέλει μὲ τρόπο πολὺ πονηρό. Τί κάνει; Λέει τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ θεωρηθῇ ἀξιόπιστο καὶ νὰ κερδίσῃ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ. Καὶ κατόπιν νὰ ἀναμείξῃ τὴν ἀλήθεια μὲ πολλὰ ψεύδη, νὰ μπερδέψῃ τὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ χλευάσῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἄλλωστε κάνει συχνὰ ὁ διάβολος, μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀληθινῆς μαρτυρίας, καλύπτει τὸ μῖσος του ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, διαστρέφει καὶ καταστρέφει.

Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξορκίζει τὸ δαιμόνιο, ἂν καὶ αὐτὸ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Γιὰ νὰ διδάξῃ ὅλους μας νὰ μὴ πιστεύουμε ποτὲ στὰ δαιμονικὰ «μέντιουμς», σὲ ἀστρολόγους καὶ στὶς «προγνώσεις» τους. Μὴ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν στὰ γραφεῖα τους θρησκευτικὲς εἰκόνες, κομποσχοίνια, σταυρουδάκια ἢ ἄλλα θρησκευτικὰ σύμβολα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξαπατοῦν περισσότερο τὸν κόσμο καὶ μάλιστα στὸ ὄνομα δῆθεν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

2. ΥΜΝΟΣ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΣ

Μόλις τὰ ἀφεντικὰ τῆς δούλης εἶδαν ὅτι ἔχασαν πλέον τὴν πηγὴ τῶν κερδῶν τους, ἔσυραν τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Σίλα στὴν ἀγορὰ κι ἐκεῖ μέσα στὸν φανατισμένο ὄχλο οἱ στρατηγοὶ ξέσχισαν τὰ ροῦχα τους. Κι ἀφοῦ τοὺς ἐράβδισαν σκληρά, τοὺς ἔρριξαν στὴν φυλακή, παραγγέλλοντας στὸν δεσμοφύλακα νὰ τοῦς φρουρῇ προσεκτικὰ γιὰ νὰ μὴ δραπετεύσουν. Ἐκεῖνος τοὺς ἔβαλε στὸ βαθύτερο διαμέρισμα τῆς φυλακῆς καὶ ἔδεσε σφικτὰ τὰ πόδια τους στὸ εἰδικό ξύλο. Οἱ δύο Ἀπόστολοι, ταλαιπωρημένοι, καταματωμένοι, κατάκοποι, δεμένοι ἀσφυκτικά, τὰ μεσάνυκτα σὰν νὰ μὴ τοὺς συνέβαινε τίποτε καὶ σὰν νὰ μὴν αἰσθάνονταν πόνο, δοξολογοῦσαν τὸν Θεὸ μ’ ὅλη τους τὴν δύναμι, τόσο ποὺ τοὺς ἄκουγαν οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι.

Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ παραπονιοῦνται γιὰ τοὺς πόνους τους ἢ νὰ ἐκφράζουν φόβο γιὰ τὴν ζωή τους. Αὐτοὶ ὅμως ἀντίθετα εἰρηνικοὶ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα μὲ ὕμνους εὐχαριστίας διότι τοὺς ἀξίωσε νὰ διωχθοῦν καὶ νὰ δεχθοῦν πληγὲς γιὰ τὸ ὄνομά του· ὄχι σὲ ὥρα ἢ σὲ τόπο προσευχῆς, ἀλλὰ σὲ ὥρα ὕπνου καὶ τόπο ὀδύνης. Κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι κοιμόντουσαν, αὐτοὶ ψάλλουν δυνατά, διότι οἱ καρδιές τους εἶναι πλημμυρισμένες ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό.

Καὶ μᾶς διδάσκουν νὰ ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσευχώμαστε «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ», ἀκόμη καὶ ἐν μέσῳ δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων. Καμμιὰ δυσκολία νὰ μὴ μπορῇ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὴν προσευχή. Καὶ ὄχι μόνον νὰ ψάλλουμε ὕμνους, ἀλλὰ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε «ἐν παντί», γιὰ κάθε τι εὐχάριστο ἢ δυσάρεστο (Α΄ Θεσ. ε΄ 18). Μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι «τὸ ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν» (Β΄ Κορ. δ΄ 17).

3. ΚΑΤΗΧΗΣΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΚΤΑ

Ἡ ἀπάντησι τοῦ οὐρανοῦ ἦλθε πολὺ γρήγορα. Ξαφνικὰ ἔγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύθηκαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς, ἄνοιξαν ἀμέσως ὅλες οἱ θύρες καὶ λύθηκαν οἱ ἁλυσίδες τῶν φυλακισμένων. Ἀλλὰ ἕνας δεύτερος σεισμὸς ἀκολούθησε. Συγκλόνισε ὄχι τὴν φυλακὴ ἀλλὰ τὴν ψυχὴ τοῦ δεσμοφύλακα, ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ αὐτοκτονήσῃ, διότι νόμιζε ὅτι εἶχαν δραπετεύσει οἱ φυλακισμένοι καὶ συνεπῶς τὸν περίμενε ἡ ποινὴ τοῦ θανάτου. Ὁ δεσμοφύλακας ἔπεσε στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων, λέγοντας: Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Αὐτοὶ ἐξήγησαν σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά του τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ τοὺς ἐβάπτισαν ὅλους. Καὶ στὸ γιορτινὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ χάρηκαν ὅλοι διότι εἶχαν πιστεύσει στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Πόσο μεγάλο ἱεραποστολικὸ ζῆλο ἀλήθεια εἶχαν οἱ δύο Ἀπόστολοι! Ἐνῶ εἶχαν ἀνάγκη ὕπνου καὶ ξεκούρασης, δὲν ἀναβάλλουν τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ δεσμοφύλακος. Ἀμέσως μέσα στὴ νύκτα κατηχοῦν καὶ βαπτίζουν. Καὶ ἀγκαλιάζουν τὸν πρώην διώκτη τους ὡς ἀδελφὸ ἐν Κυρίῳ. Ἐὰν ἀνέβαλλαν, δὲν ξέρουμε ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἔκβασις τῶν γεγονότων. Καὶ μᾶς διδάσκουν νὰ ἀξιοποιοῦμε κάθε εὐκαιρία σωτηρίας δικῆς μας καὶ τῶν ἄλλων. Σ’ ὁποιονδήποτε τόπο, σ’ ὁποιαδήποτε ὥρα.