«Ἀτενίζοντες… εἰς τὸν Οὐρανὸν»

Σὲ ὥρα ποὺ δὲν περίμεναν.

Μὲ τρόπο ποὺ δὲν εἶχαν φαν­τασθεῖ…

Σὲ τόπο ποὺ δὲν ὑποπτεύονταν, ἀξιώθηκαν οἱ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου μαζὶ μὲ τὴν Πανάχραντη Μητέρα Του, τὴν Ὑπερ­αγία Θεοτόκο, νὰ γίνουν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς μοναδικῆς στιγμῆς τοῦ τελευταίου ἀποχαιρετισμοῦ Του.

Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του ἕως τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὁ Κύριος εἶχε ἐμφανισθεῖ ἀρκετὲς φορὲς στοὺς Μαθητές Του. Τοὺς εἶχε μιλήσει καὶ τοὺς εἶχε στηρίξει καὶ πείσει γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Τοὺς εἶχε δώσει τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν ψηλαφήσουν γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι δὲν ἦταν φάντασμα. Τοὺς εἶχε προσκαλέσει νὰ συμφάγουν. Τοὺς εἶχε ἀναλύσει μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς ὅτι, ὅσα συνέβησαν στὴ ζωή Του, ἦταν στὸ προκαθορισμένο σχέδιο τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Τοὺς εἶχε βεβαιώσει ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ τοὺς χάριζε δωρεὰ μοναδική, τὴν «δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ΄ [24] 49), Αὐτὸ τὸ ζωοποιὸ καὶ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ Τὸ ἀναμένουν ἑνωμένοι στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ στὸ τέλος τοὺς εἶχε δώσει τὴν ἐντολή Του νὰ κηρύττουν μετάνοια σὲ ὅλα τὰ ἔθνη ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους. Καὶ νὰ φθάσουν «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. α΄ 8) γιὰ νὰ ὁμολογήσουν στὸν κόσμο ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν ἀπὸ Αὐτόν.

Μὲ τὴν πλούσια αὐτὴ παρακαταθήκη τῶν ἁγίων ἐντολῶν καὶ ὑποσχέσεων τοῦ Κυρίου ἔφθασαν οἱ Μαθητὲς καὶ στὴν τελευταία αὐτὴ ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεώς Του. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἦταν ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ.

Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Κύριος πορευόταν μὲ τοὺς Μαθητές Του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴ Βηθανία. Σταμάτησαν στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τότε μέσα στὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τῆς φύσεως καὶ ἐνῶ ὅλα γύρω εὐωδίαζαν ἀπὸ τὰ μύρα τῆς Ἀνοίξεως, ὁ Κύριος ἤρεμα καὶ ἁπαλὰ ἄρχισε σιγά-σιγὰ νὰ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνέρχεται πρὸς τὸν Οὐρανὸ καθισμένος σὲ νεφέλη, ἔνδοξος καὶ ὁλόλαμπρος. Ἐνῶ δὲ ἄφηνε τὴ γῆ καὶ ἀνέβαινε στὰ ὕψη, εἶχε διαρκῶς τὰ παν­άχραντα χέρια Του ἀνοικτὰ καὶ εὐλογοῦσε τοὺς Μαθητές Του. Καὶ ἐκεῖνοι μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στὸν Οὐρανὸ δὲν χόρταιναν νὰ ἀπολαμβάνουν συγκλονισμένοι τὴ θεία Του ἀγάπη καὶ τὴ θεία Του δόξα· ἕως ὅτου ὁ Διδάσκαλός τους μαζὶ μὲ τὴ νεφέλη ποὺ σὰν ἄλλο βασιλικὸ ἅρμα Τὸν μετέφερε, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους στὰ βάθη τοῦ Οὐρανοῦ, γιὰ νὰ καθίσει ὡς Θεάνθρωπος στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Πατέρα Του.

«Ἀτενίζοντες… εἰς τὸν Οὐρανὸν» τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς θείας Ἀναλήψεως οἱ ἅγιοι Μαθητές, ἔβλεπαν στὰ πληγωμένα χέρια μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εὐλογοῦσε ὅλη τὴν ἀνεξικακία τοῦ θείου τους Διδασκάλου. Ἔνιωθαν βαθιὰ τὴν ἀπέραντη συγχωρητικότητα καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεός Του. Ἦταν σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: «Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω μόνους. Θὰ εἶμαι πάντα δίπλα σας. Θὰ σᾶς στηρίζω, θὰ σᾶς εὐλογῶ “πάσας τὰς ἡμέρας” (Ματθ. κη΄ [28] 20) τῆς ζωῆς σας. Ἀλλὰ καὶ σεῖς εἶστε ὑποχρεωμένοι νὰ εὐλογεῖτε, νὰ συγχωρεῖτε καὶ νὰ ἀγαπᾶτε ὅλους, ὅπως Ἐγὼ σᾶς ἀγάπησα».

Ταυτόχρονα, «ἀτενίζοντες… εἰς τὸν Οὐρανὸν» τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς θείας Ἀναλήψεως οἱ ἅγιοι Μαθητές, ἔβλεπαν τὴ δόξα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πορευόταν γιὰ νὰ καθίσει ὡς ἄνθρωπος «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ», στὸν θρόνο Του. Ἡ δόξα δὲ αὐτὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Θεανθρώπου ἦταν ὄχι μόνο δόξα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ δόξα ὅλων τῶν πιστῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων, ὅλων μας. Διότι ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου εἴμαστε προορισμένοι νὰ γίνουμε σύμμορφοι τῆς ἐνδόξου ζωῆς Του, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ὀρθὴ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «ἤδη ἐσμὲν ἐν οὐρανῷ» (PG 95, 829).

Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ὁ Κύριος μυστικὰ μᾶς λέει:

Θέλετε νὰ δοξασθεῖτε καὶ νὰ καθίσετε τιμημένοι στὸν θρόνο τοῦ Πατέρα μου; Δὲν εἶναι δύσκολο. Εἶναι κατορθωτό. Ἀρκεῖ νὰ ἀγωνίζεσθε καὶ νὰ ζητεῖτε τὴν Χάρι μου. «Τὰ τῆς τέφρας τῷ χοῒ παραχωροῦντες» (Κοντάκιον Ἀναλήψεως). Νὰ ἀφήνετε μὲ περιφρόνηση κάτω στὸ χῶμα τῆς γῆς κάθε στάχτη σαρκικοῦ καὶ ἐγωιστικοῦ πάθους. Νὰ ζεῖτε τὴ ζωὴ τῆς μετάνοιας καὶ νὰ ποθεῖτε τὰ οὐράνια. «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολασ. γ΄ 2).

Κύριε,

Μπροστά Σου γονατίζουμε στὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς θείας Σου Ἀναλήψεως. Σὲ εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὴν εὐλογία τῆς θείας Σου ἀγάπης, ποὺ δεχόμαστε ἀκατάπαυστα στὴ γῆ. Σὲ εὐγνωμονοῦμε ἀκόμη γιὰ τὴ μεγάλη, ὁλόλαμπρη δόξα ποὺ μᾶς ἑτοιμάζεις στὸν Οὐρανό. Ἀξίωσέ μας νὰ φθάσουμε κάποτε κοντά Σου, γιὰ νὰ Σὲ ὑμνοῦμε αἰώνια εὐτυχισμένοι μὲ τοὺς ἁγίους Σου Ἀγγέλους. Ἀμήν.