Ἦταν τὸ ἔτος 1849, ὅταν ἡ Ἱστορία στάθηκε μὲ δέος στὴν κούνια τοῦ μικροῦ ἀγοριοῦ.
Δὲν εἶχε αὐτὸ κάτι τὸ πολὺ ξεχωριστὸ ποὺ νὰ τὴν ἐντυπωσιάσει. Οὔτε τὸ ἁπλὸ σπιτικὸ στὸ ὁποῖο γεννήθηκε. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Καὶ στὰ μετέπειτα, τὰ παιδικά του χρόνια, δὲν ἔμοιαζε μὲ τὰ ἄλλα συνομήλικά του ἀγόρια. Καχεκτικὸ καὶ φιλάσθενο, κρατοῦσε σὲ ἀγωνία τοὺς γονεῖς του γιὰ τὸ ἂν τελικὰ θὰ ἐπιζήσει.
Ἀλλὰ τὸ ἀδύναμο ἀγόρι εἶχε ἤδη προκαλέσει τὴν Ἱστορία. Θὰ πορευόταν μαζί της δυναμικά. Θὰ τὴν ἐπηρέαζε καθοριστικά. Διότι μέσα στὸ ἀσθενικὸ σῶμα του χτυποῦσε καρδιὰ μεγάλη. Τὰ ὁράματά του ξέφευγαν ἀπὸ τὴ βαρύτητα τῆς γῆς, σημάδευαν σταθερὰ τὸν οὐρανό.
Καὶ νά ποὺ στὰ δεκατέσσερά του χρόνια, στὶς 3 Ὀκτωβρίου τοῦ 1863, ὁ Βασίλειος διαβαίνει, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὴν πύλη τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου στὰ Καλάβρυτα. Ἐκεῖ θὰ παραδοθεῖ στὴν προστασία καὶ καθοδήγηση μιᾶς μεγάλης καὶ ὁσιακῆς μορφῆς, τοῦ Ἱερομονάχου Ἰγνατίου Λαμπροπούλου. Στὸ πρόσωπό του ὁ νεαρὸς Βασίλειος θὰ βρεῖ ὄχι μόνο τὸν στοργικὸ πνευματικὸ πατέρα ἀλλὰ καὶ τὸν ἀκριβέστατο διδάσκαλο τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν ἐμπνευσμένο κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου.
Γιὰ λίγο ὅμως μόνο. Ἕξι χρόνια ἀργότερα, τὸ 1869, ὁ Ἰγνάτιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰώνια Πατρίδα. Καὶ ὁ νεαρότατος, μοναχὸς ἤδη, Εὐσέβιος αἰσθάνθηκε πὼς ἔμεινε ὀρφανός. Ὡστόσο μέσα στὸν πόνο τοῦ ἀπορφανισμοῦ διέκρινε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο παραδόθηκε μὲ ἐμπιστοσύνη.
Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξαν περιπετειώδη γιὰ τὸν Ἱερομόναχο πλέον Εὐσέβιο. Φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ἀρχικά, στὴ «Σχολὴ τοῦ Λόγου» τοῦ Ἀποστόλου Μακράκη τὴν ἴδια περίοδο, ἐξόριστος ἀδίκως λίγο ἀργότερα στὴ Μονὴ Παλιοκαστρίτσας στὴν Κέρκυρα, ὁ Ἱερομόναχος π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος μάθαινε πάνω στὰ πράγματα νὰ διακρίνει καὶ νὰ παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σύντομα ἡ ἀδικία ἔγινε ἀντιληπτὴ καὶ κλήθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα.
Ὁ π. Εὐσέβιος ἦταν μονίμως ἄρρωστος. Ἡ ἀσθένειά του ὅμως δὲν ἀνέκοπτε τὸν ἔνθεο ζῆλο του. Μὲ τὴν ἰδιαίτερη εὐθύνη τοῦ «Γενικοῦ Ἱεροκήρυκος τοῦ Ἔθνους», ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ὄργωσε κυριολεκτικὰ ἕνα πλῆθος περιοχῶν μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, κηρύττοντας, ἐξομολογώντας, κατευθύνοντας πλήθη πιστῶν.
Τὸ ἔτος 1907 προχώρησε, κατόπιν πολλῆς προσευχῆς, στὴν κορυφαία πράξη τῆς ζωῆς του, ἐνέργεια ποὺ ἔμελλε νὰ θέσει ἀνεξίτηλη σφραγίδα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας: Μὲ μιὰ μικρὴ ὁμάδα νεαρῶν θεολόγων ἵδρυσε τότε τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων ἡ «Ζωή». Λίγο ἀργότερα, τὸ 1911, ἄρχισε νὰ ἐκδίδεται καὶ τὸ ὁμώνυμο Περιοδικό, ποὺ ἔφθασε σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος ἐνισχύοντας πνευματικῶς μυριάδες πιστούς.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ θαυματουργικὴ πηγή, τὴν ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου, προέρχεται καὶ τοῦτο τὸ Περιοδικὸ καὶ ἡ ὅλη διακονία ποὺ ἀξιώνεται νὰ ἐπιτελεῖ ἡ Ἀδελφότητά μας.
Ἂν θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε ποιὸ ἦταν τὸ πολικὸ Ἀστέρι ποὺ προσανατόλιζε σωστὰ τὴ ζωὴ τοῦ π. Εὐσεβίου, θὰ διαπιστώναμε ὅτι αὐτὸ ἦταν μόνο ὁ Χριστός. «Ὁ Χριστιανὸς κατέχων τὸν Χριστόν, κατέχει τὸ πᾶν», ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή του. Αὐτὸ ζοῦσε ὁ ἴδιος. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὸ πρῶτο καὶ κύριο μέλημά του. Αὐτόν, τὸν Χριστό, μελετοῦσε ἀδιαλείπτως. Αὐτὸν κοινωνοῦσε καὶ μὲ Αὐτὸν ἑνωνόταν στὸ θειότατο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κύριο στοιχεῖο τῆς ἱεραποστολικῆς του διακονίας ἀποτελοῦσε τὸ νὰ κατευθύνει τοὺς πιστοὺς στὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας, μὲ τὶς κατάλληλες βεβαίως προϋποθέσεις.
Μὲ βαθιὰ ταπείνωση καὶ ἀκάματο ἱεραποστολικὸ ζῆλο ὁδηγοῦσε ὅλους πρὸς τὸν Χριστό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὸ ὑπέρτατο τέλος ὅλων τῶν ὄντων.
Ὁ π. Εὐσέβιος, κατάφορτος μὲ ἀρετὲς καὶ ἱερὰ ἔργα, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο τὴν 29η Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1929.
Ἐφέτος, 90 χρόνια μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν βιοτή του, τὴν ὁποία ἀποτύπωσε ἐπακριβῶς στὸ πνευματικότατο ἔργο του «Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου», στρέφουμε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ βλέμμα μας πρὸς τὰ πίσω.
Ἐκεῖ ποὺ εἴδαμε τὴν Ἱστορία νὰ θεωρεῖ ἐκστατικὴ τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παιδὶ στὴ Μελισσόπετρα τῆς Γορτυνίας. Τὴν παρατηροῦμε νὰ σκύβει καὶ νὰ ἀσπάζεται τὸ ἀσθενικὸ ἀγόρι. Αὐτὸ ποὺ μὲ τὴ ζωή του καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία του ἐπρόκειτο νὰ ἐπηρεάσει καίρια τὴν πορεία της. Νὰ τὴν κατευθύνει, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες ἁγιασμένες μορφὲς τοῦ περασμένου αἰώνα, πρὸς τὴν ἀσάλευτη Βασιλεία τῆς παμφώτου Ἁγίας Τριάδος.
Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”