Ἀπόστολος: Τετ. ια΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. γ΄ 4-11)
4 Πεποίθησιν δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. 5 οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾿ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, 6 ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ. 7 εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην, 8 πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ; 9 εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ. 10 καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης. 11 εἰ γὰρ τὸ καταργούμενον διὰ δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον ἐν δόξῃ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
4 Καί τήν πεποίθηση ὅτι εἶστε ἐπιστολή Χριστοῦ πού γράφτηκε μέ διακόνους ἐμᾶς, ὅπως καί τό θάρρος πού μᾶς ἐμπνέει αὐτή, τήν ἔχουμε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ· καί τήν πηγή καί τό στήριγμα τῆς πεποιθήσεως αὐτῆς τό ἔχουμε στό Θεό. 5 Ὄχι ἐπειδή εἴμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας ἱκανοί, ὥστε νά θεωρήσουμε ὅτι κάτι ἀπ’ αὐτά πού ἐπιτελοῦνται στήν ἀποστολική μας διακονία προέρχεται ἀπό τόν ἑαυτό μας καί τή δύναμή μας, ἀλλά ἡ ἱκανότητά μας εἶναι ἀπό τόν Θεό. 6 Αὐτός λοιπόν μᾶς ἔκανε ἱκανούς νά διακονήσουμε στή νέα διαθήκη. Αὐτός μᾶς ἀνέδειξε διακόνους ὄχι νόμου γραπτοῦ, πού ἦταν γράμμα ἀνίσχυρο νά μεταδώσει ζωή, ἀλλά πνεύματος πού ζωοποιεῖ. Διότι ὁ γραπτός νόμος, ἐπειδή δέν δίνει στόν ἄνθρωπο καί τήν ἐνίσχυση γιά τήν ἐφαρμογή του, ὁδηγεῖ στόν πνευματικό θάνατο. Τό πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ τή χάρη καί τήν ἐνίσχυση πού μεταδίδει στούς πιστούς, τούς δίνει ζωή. 7 Ἐάν λοιπόν ἡ διακονία τοῦ νόμου, πού ὁδηγεῖ στό θάνατο καί εἶχε χαραχθεῖ μέ γράμματα σέ λίθους, συνοδεύτηκε μέ τόση δόξα, ὥστε νά μήν μποροῦν οἱ Ἰσραηλίτες νά κοιτάξουν κατευθείαν τό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ ἀπ’ τή λαμπρότητα καί δόξα τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία παρόλα αὐτά ἦταν πρόσκαιρη καί θά καταργοῦνταν μία μέρα, 8 πῶς δέν θά εἶναι περισσότερο ἔνδοξη ἡ διακονία τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δίνει στούς ἀνθρώπους τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; 9 Διότι, ἐάν ἡ διακονία ἐκείνη πού κατέληγε στήν κατάκριση ἦταν ἔνδοξη, πολύ περισσότερο ἡ διακονία αὐτή, πού προσφέρει στούς ἀνθρώπους τή δικαίωση καί τή σωτηρία, ἔχει ἀσύγκριτη δόξα. 10 Καί πραγματικά ἔχει ἀσύγκριτη δόξα. Διότι ἐάν συγκριθεῖ ἡ δόξα τοῦ παλαιοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου μέ τή δόξα τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν εἶναι κἄν δόξα, ἐξαιτίας τῆς ἀσύλληπτης δόξας πού ἔχει ἡ Διαθήκη αὐτή. 11 Καί εἶναι φυσικό ἡ δόξα τῆς Καινῆς Διαθήκης νά εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη. Διότι ἄν δοξάσθηκε ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἦταν προσωρινός καί θά καταργοῦνταν μία μέρα, πολύ περισσότερο εἶναι ἔνδοξη ἡ Καινή Διαθήκη, ἡ ὁποία μένει αἰώνια καί δέν θά καταργηθεῖ ποτέ.