Ἀπόστολος: ἡμέρας, Πέμ. ιβ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. ζ΄ 1-10)
Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. 2 Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν. 3 οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν. 4 πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν. 5 Καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. 6 ἀλλ᾿ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου· 7 οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ᾿ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι, 8 ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι, εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς. 9 νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾿ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. 10 ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ἀφοῦ λοιπόν ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἀγαπητοί, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε τι πού μολύνει τό σῶμα καί τό πνεῦμα μας, κι ἄς τελειοποιούμαστε στήν ἁγιοσύνη μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ. 2 Δῶστε μας μέ τήν ἀγάπη λίγο χῶρο στίς καρδιές σας. Κανένα δέν ἀδικήσαμε. Κανένα δέν διαφθείραμε. Σέ κανένα δέν φανήκαμε πλεονέκτες. 3 Δέν σᾶς τά λέω αὐτά γιά νά σᾶς κατακρίνω· διότι ἔχω πεῖ πρωτύτερα ὅτι εἶστε μέσα στίς καρδιές μας, γιά νά πεθάνουμε μαζί σας καί νά ζήσουμε μαζί σας. 4 Ἔχω πολύ θάρρος καί πεποίθηση σέ σᾶς· ἔχω πολλή καύχηση γιά σᾶς· εἶμαι γεμάτος ἀπό τήν παρηγοριά πού μοῦ προξένησε ἡ διόρθωσή σας. Ἡ χαρά μου εἶναι τόσο μεγάλη, πού ὑπερκαλύπτει ὅλη τή θλίψη μας. 5 Ναί, ὑπερτερεῖ καί ἐπικρατεῖ ἡ χαρά μας. Διότι πράγματι, ὅταν ἤλθαμε στή Μακεδονία, δέν βρῆκε καμία ἀνακούφιση τό πονεμένο σῶμα μας, ἀλλά ἀπό κάθε τι γεμίζαμε θλίψη. Ἀπ’ ἔξω, ἀπ’ τούς ἀπίστους, γίνονταν μάχες ἐναντίον μας, ἐνῶ ἀπό μέσα μᾶς κυρίευαν φόβοι γιά τούς ἀδύναμους ἀδελφούς μας, μήπως παρασυρθοῦν καί ἀποπλανηθοῦν ἀπό τήν πίστη. 6 Ἀλλά ὁ Θεός πού παρηγορεῖ τούς ταπεινωμένους, μᾶς παρηγόρησε μέ τήν παρουσία τοῦ Τίτου. 7 Καί παρηγορήθηκα ὄχι μόνο ἀπό τόν ἐρχομό καί τήν παρουσία του, ἀλλά καί ἀπό τήν παρηγοριά πού τοῦ δώσατε, ὅταν μᾶς ἀνήγγελλε τό μεγάλο πόθο σας γιά μένα, τά πολλά σας κλάματα ἐπειδή μέ εἴχατε λυπήσει, τό ζῆλο πού δείξατε γιά μένα ἐναντίον ἐκείνων πού μέ συκοφαντοῦν, ὥστε νά χαρῶ περισσότερο ἀκούγοντας ὅλα αὐτά. 8 Διότι, ἐνῶ σᾶς λύπησα μέ τήν ἐπιστολή μου, δέν ἀλλάζω γνώμη τώρα γι’ αὐτό, ἄν καί τότε πού σᾶς τήν ἔστειλα εἶχα μετανιώσει. Καί δέν μετανιώνω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ἐπιστολή ἐκείνη, ἄν καί σᾶς λύπησε πρόσκαιρα, σᾶς λύπησε γιά τήν ὠφέλειά σας. 9 Τώρα χαίρομαι ὄχι ἐπειδή λυπηθήκατε, ἀλλά ἐπειδή ἡ λύπη πού δοκιμάσατε σᾶς ὁδήγησε σέ μετάνοια. Διότι λυπηθήκατε ὅπως θέλει ὁ Θεός, γιά νά μή ζημιωθεῖτε πνευματικά σέ τίποτε ἀπό μᾶς. 10 Ἀντίθετα μάλιστα, ὠφεληθήκατε πνευματικά. Διότι ἡ λύπη πού εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή μετάνοια πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κι ἐκεῖνος πού αἰσθάνεται τή μετάνοια αὐτή δέν θά μετανιώσει ποτέ γιά τή μεταβολή καί τήν ἀλλαγή αὐτή τῶν σκέψεων καί τῶν ἀποφάσεών του. Ἡ λύπη ὅμως πού προκαλεῖται ἀπό τήν προσκόλληση στόν κόσμο ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τόν ψυχικό θάνατο, κάποτε μάλιστα κι αὐτόν τόν σωματικό.