ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (5/9)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πέμ. ιβ΄ ἑβδ. Ματθαίου (Μάρκ. α΄ 29-35)

29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀν­­δρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰω­­­άννου. 30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κα­τέκειτο πυρέσσουσα. καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς. 31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς. 32 Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· 33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυν­ηγμένη πρὸς τὴν θύραν· 34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νό­­σοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐ­­­ξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐ­τὸν Χριστὸν εἶναι. 35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

29 Ἀμέσως μόλις βγῆκαν ἀπ’ τή συναγωγή, ἦλθαν μαζί μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη στό σπίτι τοῦ Σίμωνα καί τοῦ Ἀνδρέα. 30 Ἡ πεθερά ὅμως τοῦ Πέτρου ἦταν κατάκοιτη ἀπό πυρετό. Κι ἀμέσως τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι ἄρρωστη. 31 Τότε ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ πλησίασε στό κρεβάτι της, τήν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τήν σήκωσε. Κι ἀμέσως τῆς ἔφυγε ὁ πυρετός, κι ἐπειδή δέν αἰσθανόταν τήν παραμικρή ἐξάντληση, τούς ὑπηρετοῦσε. 32 Κι ὅταν ἔφθασε τό ἀπόγευμα καί ἔδυσε ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τούς ἀσθενεῖς τῆς περιφέρειας ἐκείνης καί τούς δαιμονισμένους. 33 Στό μεταξύ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶχαν μα­ζευτεῖ κοντά στή θύρα τῆς οἰκίας τοῦ Πέτρου. 34 Τότε ὁ Ἰησοῦς θεράπευσε πολλούς πού ἔπασχαν ἀπό διάφορα εἴδη ἀσθένειας, κι ἔβγαλε πολλά δαιμόνια ἀπό ἐκείνους πού ὑπέφεραν ἀπ’ αὐτά. Καί δέν ἄφηνε τά δαιμόνια νά μιλοῦν, διότι τόν γνώριζαν, ἤξε­ραν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Καί τό μαρτυροῦσαν αὐτό, εἴτε γιά νά φαίνονται σύμμαχοι καί συνεργάτες του κι ἔτσι νά ἑλκύσουν ὕπουλα τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ κό­σμου, εἴ­τε καί γιά νά προκαλέσουν παράκαιρο συνα­γερμό τοῦ λα­οῦ ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ, πράγμα πού θά δημιουργοῦσε πειρασμούς καί ἐμπόδια στό ἔργο του. 35 Καί τό πρωί, πολύ πρίν ξημερώσει, ὅταν ἀκόμη ἦταν ὅλα κατασκότεινα, σηκώθηκε, βγῆκε ἀπ’ τό σπίτι καί πῆγε σ’ ἕνα ἐρημικό μέρος, κι ἐκεῖ προσευχόταν.