Στὸ Ἀνάγνωσμα τῆς «Ἐξόδου» τοῦ πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ περιγράφεται ἕνα πολὺ ἐντυπωσιακὸ θαῦμα, αὐτὸ τῆς μεταβολῆς τῶν ὑδάτων τῆς πηγῆς Μερρὰ ἀπὸ πικρὰ σὲ γλυκά. Καὶ εἶναι προφανὴς ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀναγινώσκεται αὐτὸ τὸ Ἀνάγνωσμα: διότι τὸ ξύλο ποὺ μετέβαλε τὰ νερὰ τῆς πηγῆς σὲ πόσιμα προτυπώνει τὸν πανσεβάσμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας!
Οἱ Ἰσραηλίτες μετὰ τὴ θαυμαστὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης βάδιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὴν ἔρημο Σούρ, χωρὶς νὰ βροῦν νερὸ γιὰ νὰ σβήσουν τὴ μεγάλη δίψα τους. Πόσο πολὺ χάρηκαν ὅταν ἀντίκρισαν νὰ τρέχει ἄφθονο νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο στὴν πηγὴ ποὺ ὀνομαζόταν Μερρά! Σὰν διψασμένα ἐλάφια ἔτρεξαν νὰ πιοῦν, ἀλλὰ ὅταν τὸ δοκίμασαν, διεπίστωσαν μὲ λύπη ὅτι δὲν πινόταν, διότι ἦταν πικρό. Ἄρχισαν τότε νὰ γογγύζουν κατὰ τοῦ Θεοῦ, λέγοντας μὲ παράπονο στὸν Μωυσῆ: «Τί πιόμεθα;»· τί θὰ πιοῦμε;
Ὁ Μωυσῆς γονάτισε ἀμέσως καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει νερό. Κι ὁ ἅγιος Θεὸς ἱκανοποίησε τὴ βαθιὰ ἐπιθυμία τους. Ἔδειξε στὸν Μωυσῆ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ἔδωσε ὁδηγία νὰ τὸ ρίξει στὴν πηγή, γιὰ νὰ γλυκάνουν τὰ νερά της. Πράγματι· ὁ Μωυσῆς «ἐνέβαλεν αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ» (Ἐξ. ιε΄ [15] 25). Ἐνῶ μέχρι τὴν ὥρα ἐκείνη ἦταν ἀκατάλληλο, ἔγινε πόσιμο.
Πῶς μπόρεσε τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο ξύλο νὰ γλυκάνει τεράστιους ὄγκους ὑδάτων; Ὅλοι ἐννοοῦμε ὅτι ἡ μεταβολὴ τῶν ὑδάτων σὲ πόσιμα δὲν προῆλθε ἀπὸ κάποια ἰδιότητα τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ἀπὸ δύναμη ὑπερφυσική. Αὐτὸ ποὺ συνέβη, ἦταν καθαρὸ θαῦμα καὶ ἀποτελεῖ λαμπρὴ προτύπωση τῆς δυνάμεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Οἱ ἱεροὶ Πατέρες, ἑρμηνεύοντας τὸ συμβάν, τονίζουν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅτι τὸ ξύλο ποὺ ἔριξε ὁ Μωυσῆς στὰ νερὰ τῆς πηγῆς, ἦταν τύπος καὶ σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος μετέβαλε τὴν πικρία τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων σὲ γλυκύτητα. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σημειώνει: «Δηλοῖ τὸ ξύλον τὸν τοῦ Σωτῆρος σταυρόν» (PG 69, 448). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς παραθέτει ἐκτενὴ κατάλογο προτυπώσεων τοῦ Σταυροῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ σημειώνει γιὰ τὸ θαῦμα στή Μερρά, ὅτι τὸ ξύλο ποὺ γλύκανε τὰ νερὰ τῆς πηγῆς «τὸν τίμιον σταυρὸν προετύπωσεν» (PG 94, 1132-1133). Ἀλλὰ καὶ τὸ πρῶτο Τροπάριο τῆς ἐνάτης Ὠδῆς τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὴν ἴδια ἀλήθεια τονίζει: «Μὴ τὴν πικρίαν τὴν τοῦ ξύλου, ἐάσας ἀναιρέσιμον, Κύριε, διὰ σταυροῦ τελείως ἐξήλειψας· ὅθεν καὶ ξύλον ἔλυσέ ποτε, πικρίαν ὑδάτων Μερρᾶς, προτυποῦν τοῦ Σταυροῦ τὴν ἐνέργειαν…». Δηλαδή: Κύριε, δὲν ἐπέτρεψες ἡ πικρία ποὺ γευθήκαμε ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο τῆς γνώσεως νὰ εἶναι ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα θανατηφόρα καὶ καταστρεπτικὴ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἀλλὰ τὴν ἐξάλειψες τελείως μὲ τὸν ζωηφόρο Σταυρό Σου. Ὅπως στὰ παλαιὰ χρόνια ἕνα ξύλο διέλυσε τὴν πικρία τῶν ὑδάτων τῆς Μερρᾶς, τὸ ὁποῖο προτύπωνε τὴν ἐνέργεια τοῦ Σταυροῦ…
Ἀπὸ τὰ ἑρμηνευτικὰ σχόλια ποὺ παρατέθηκαν, ἐννοοῦμε εὐκολότερα ὅτι οἱ ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουμε, πικραίνουν τὴν ψυχή μας, ἐνῶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου «γλυκασμὸν σωτηριώδη, τοῖς βροτοῖς ἐναπέσταξεν» (Τροπ. ε΄ Ὠδῆς προεορτίου Κανόνος 13ης Σεπτεμβρίου). Ἡ ἁμαρτία φέρνει λύπη καὶ ὀδύνη στὶς ψυχές μας, ἐνῶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μεταβάλλει τὴ λύπη ποὺ προξενεῖται ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας σὲ χαρά, καὶ τὴν ὀδύνη σὲ ἀγαλλίαση. «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»! Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ πιεστικὸ βάρος στὶς ψυχές μας, ἐνῶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου χαρίζει τὴν ἄφεση, τὴν υἱοθεσία, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη, τὴ χαρά, τὴν ἐλπίδα. Σταλάζει στὶς καρδιές μας τὴ γλυκύτητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ὅταν, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως, τεθεῖ σὲ προσκύνηση ὁ πανσεβάσμιος Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας, νὰ τὸν ἀσπασθοῦμε μὲ εὐλάβεια, μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἱερὸ φόβο, ὅπως θὰ ψάλουμε στὸ ὡραιότατο Δοξαστικὸ τῆς ἑορτῆς. Μὲ ἱερὸ φόβο, «διὰ τὴν ἁμαρτίαν ὡς ἀνάξιοι ὄντες» καὶ μὲ χαρά, «διὰ τὴν σωτηρίαν, ἣν παρέχει τῷ κόσμῳ ὁ ἐν αὐτῷ προσπαγεὶς Χριστὸς ὁ Κύριος, ὁ ἔχων τὸ μέγα ἔλεος». Καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Ἐσταυρωμένο νὰ χαροποιήσει τὶς καρδιές μας καὶ νὰ γλυκάνει τὴ ζωή μας, λέγοντας: «Σταυρέ… πικρίας παθῶν ἐρρύσθημεν, τῇ σῇ δυνάμει». Μὲ τὴ δύναμή σου γλυτώσαμε ἀπὸ τὴν πικρία τῶν παθῶν. «Ἡμᾶς γλύκανον, ἀσπαζομένους σε νῦν ἐν κατανύξει ψυχῆς» (Τροπ. ζ΄ Ὠδῆς, Παρασκ. δ΄ ἑβδομάδος, «Τριῴδιον»). Γλύκανε τὶς καρδιές μας καὶ τώρα ποὺ σὲ ἀσπαζόμαστε μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη ψυχῆς. Ἀμήν.