Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 10 Νοεμβρίου 2019, Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
1. Πόσο ἀγαπᾶμε τὸν Θεό;
Τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς περιλαμβάνει τὴν ὑπέροχη Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφορμὴ ποὺ ἔλαβε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὴ διδάξει. Κάποιος «νομικός», δηλαδὴ διδάσκαλος τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὑπέβαλε στὸν Κύριο ἐρώτημα ὄχι γιὰ νὰ μάθει, ἀλλὰ γιὰ νὰ Τὸν φέρει σὲ δύσκολη θέση:
–Διδάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;
–Στὸν Νόμο τί εἶναι γραμμένο; ἀπάντησε ὁ Κύριος. Ἐσὺ ποὺ τὸν μελετᾶς, τί ἔχεις καταλάβει ὅτι λέει σχετικά;
Τότε ὁ «νομικὸς» ἀνέφερε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον:
–«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν».
Δηλαδή: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὥστε σ᾿ Αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος, μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου· καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε Αὐτὸν νὰ ποθεῖς μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά σου· καὶ μὲ ὅλη τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε καθετὶ ποὺ θὰ κάνεις, νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του. Νὰ Τὸν ἀγαπᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε Αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον σου, τὸν συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου.
Τοῦ εἶπε τότε ὁ Κύριος:
–Σωστὰ ἀπάντησες. Αὐτὸ κάνε καὶ θὰ ζήσεις στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς σκεφθοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας: Πόσο ἐφαρμόζουμε αὐτὴ τὴν ἐντολή, ποὺ εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀκόμη; Πόσο σκεπτόμαστε τὸν Θεὸ κάθε μέρα; Πόσο λαχταροῦμε τὴ συνάντηση μαζί Του στὴν καθημερινὴ προσευχή, στὴν ἐκκλησία, στὴ Θεία Κοινωνία; Πόσο διψᾶμε ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή Του, νὰ μελετήσουμε τὸν λόγο Του; Πόσο συχνὰ ἀφήνουμε τὸ δικό μας θέλημα γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε τὸ θέλημά Του; Τί ζῆλο ἔχουμε νὰ νεκρώσουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μέσα μας, νὰ ἀποστραφοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία τόσο λυπεῖ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῆς ὁποίας σταυρώθηκε ὁ Κύριός μας; Πόσο ποθοῦμε τὴ Βασιλεία Του; Ἂς τὰ σκεφθοῦμε αὐτὰ καὶ ἂς λάβουμε τὶς ἀποφάσεις μας.
2. Ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια
Ὁ νομοδιδάσκαλος στὴ συνέχεια ρώτησε ποιὸς εἶναι «ὁ πλησίον» του. Τότε ὁ Κύριος δίδαξε τὴν Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Σ᾿ αὐτὴν βλέπουμε ὅτι τὸν τραυματισμένο Ἰουδαῖο ποὺ εἶχε πέσει θύμα ληστῶν, δὲν τὸν βοήθησαν οἱ συμπατριῶτες του, ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης, ποὺ ἦταν καὶ θρησκευόμενοι Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ ἕνας ἀλλοεθνής, ἕνας Σαμαρείτης.
Χρησιμοποιώντας αὐτὰ τὰ πρόσωπα ὁ Κύριος, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀποδοκιμάζει τὴν ἐξωτερικὴ εὐσέβεια, ποὺ παρουσιάζονται νὰ ἔχουν ὁ Ἰουδαῖος ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης. Ἴσως ἦταν πολὺ ἀκριβεῖς στὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα, γνώριζαν τὸν Νόμο καὶ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης· ἀλλὰ δὲν ἔδειξαν ἀγάπη στὸν τραυματισμένο.
Ἀγάπη ἔδειξε ὁ Σαμαρείτης, παρόλο ποὺ ἡ πίστη του ἦταν ἀναμεμιγμένη μὲ πλάνες. Αὐτός, ὁ λιγότερο φωτισμένος, ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται νὰ ἐφαρμόζει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τὴ μεγαλύτερη ἐντολὴ τοῦ Νόμου (μετὰ τὴν ἐντολὴ τῆς πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπης). Ὁ Σαμαρείτης ἔγινε «πλησίον τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»· μὲ τὴν ἀγάπη του πλησίασε τὸ θύμα τῶν ληστῶν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του, τοῦ φέρθηκε σὰν ἀδελφός του. Ἦταν «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ»· τοῦ ἔδειξε ἔλεος, κατὰ μίμηση τοῦ πολυεύσπλαχνου Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν προέβαλε ὡς πρότυπο: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», προέτρεψε ὁ Κύριος τὸν «νομοδιδάσκαλο». Δεῖχνε συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζεις ἂν εἶναι συγγενὴς ἢ συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ τὸν βοηθήσεις, ἔστω κι ἂν εἶναι ἐχθρός σου.
Ὁ Κύριος λοιπὸν μὲ τὴν Παραβολὴ αὐτὴ μᾶς καλεῖ νὰ ξεπεράσουμε τὴν τυπικὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἡ Πίστη μας δὲν συνίσταται στὴν ἐκπλήρωση κάποιων τυπικῶν καθηκόντων, ἀλλὰ στὴν καρδιακὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη. Ὅταν ζοῦμε τὴν Πίστη μας σωστά, μεταμορφωνόμαστε ἐσωτερικά, ἡ καρδιά μας μαλακώνει καὶ αὐθόρμητα σπλαχνίζεται ὅλο καὶ περισσότερο τὸν κάθε συνάνθρωπο. Ἡ πνευματική μας καλλιέργεια, τὸ πόσο πραγματικοὶ Χριστιανοὶ εἴμαστε, φαίνεται στὴ δύσκολη ὥρα, ὅταν χρειάζεται νὰ δείξουμε αὐταπάρνηση γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ χάρη τῶν συνανθρώπων μας.
Ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ γίνουμε ἄνθρωποι αὐταπαρνήσεως καὶ ἔμπρακτης εὐσπλαχνίας, σύμφωνα μὲ τὸ δικό Του ἅγιο καὶ τέλειο παράδειγμα.