ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (20/11)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. κγ΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Θεσ. β΄ 1-8)

Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε, ἀδελ­φοί, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν, 2 ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες, καθὼς οἴδα­τε, ἐν Φιλίπποις, ἐπαρ­ρη­­σι­ασάμεθα ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν λαλῆσαι πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἐν πολ­λῷ ἀγῶνι. 3 ἡ γὰρ παράκλησις ἡμῶν οὐκ ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ ἀκαθαρσίας, οὔτε ἐν δόλῳ, 4 ἀλλὰ καθὼς δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον, οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν. 5 οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, 6 οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀν­θρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ’ ὑμῶν οὔτε ἀπὸ ἄλλων, δυνάμενοι ἐν βάρει εἶναι ὡς Χριστοῦ ἀπόστολοι, 7 ἀλλ’ ἐγενήθημεν ἤπιοι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὡς ἂν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα· 8 οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Πράγματι λοιπόν τό εὐαγγελικό κήρυγμά μας δέν σᾶς τό προσφέραμε μόνο μέ λόγια. Διότι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ἐπίσκεψή μας στήν πόλη σας δέν πῆγε χαμένη, ἀδειανή καί κούφια, χωρίς καρποφόρα καί σωτήρια ἀποτελέσματα. 2 Ἀλλά ἐνῶ προηγουμένως στούς Φιλίππους μᾶς κακοποίησαν καί μᾶς ἐξύβρισαν, ὅπως ξέρετε, ἐμεῖς δείξαμε θάρρος καί παρρησία πού μᾶς τήν ἐνέπνεε ἡ κοινωνία καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό μας. Καί μέ τό θάρρος αὐτό σᾶς κηρύξαμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό πολλές δυσκολίες καί μεγάλο ἀγώνα ἐξαιτίας τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν πού μᾶς βρῆκαν. 3 Εἴχαμε τό θάρρος καί τήν παρρησία αὐτή, διότι τό κήρυγμά μας, μέ τό ὁποῖο σᾶς προτρέψαμε νά πιστέψε­­τε, δέν προερχόταν ἀπό κάποια πλάνη, ἀλλά ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια. Οὔτε ὑπέθαλπε τήν ἀνηθικότητα καί τή λατρεία σέ βρωμερούς θεούς. Οὔτε εἶχε σχέση μέ δόλια ἐλατήρια καί σκοπούς. 4 Ἀλλά διδάσκουμε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ὅπως μᾶς τό ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ἀφοῦ πρῶτα μᾶς δοκίμασε καί μᾶς βρῆκε ἄξιους νά μᾶς τό ἐμπιστευθεῖ. Διδάσκουμε δηλαδή ὡς κήρυκες πού ζητοῦν νά ἀρέσουν ὄχι σέ ἀνθρώπους ἀλλά στό Θεό, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει καί γνωρίζει καλά τίς καρδιές μας. 5 Δέν ζητοῦμε νά ἀρέσουμε σέ ἀνθρώπους· διότι, ὅ-πως ξέρετε κι ἐσεῖς, οὔτε πλησιάσαμε κανέναν μέ λόγια κολακείας γιά νά ὑποθάλψουμε τίς ἀδυναμίες του, οὔτε χρησιμοποιήσαμε τό κήρυγμα ὡς πρόσχημα γιά νά καλύψουμε κάτω ἀπ’ αὐτό κάποια πλεονεξία ἤ φιλοχρηματία. Ὁ Θεός εἶναι μάρτυρας γι’ αὐτό. 6 Οὔτε ζητήσαμε νά μᾶς δοξάσουν καί νά μᾶς τιμήσουν οἱ ἄνθρωποι, οὔτε ἐσεῖς οὔτε ἄλλοι· ἄν καί μπορούσαμε νά ἀπολαμβάνουμε τή δόξα πού μᾶς δίνει ἡ βαρύτητα τοῦ ἀξιώματος πού ἔχουμε ὡς Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. 7 Ἀλλά ὑπήρξαμε πράοι καί ταπεινοί ἀνάμεσά σας, σάν τή μητέρα πού περιθάλπει τά παιδιά της. 8 Ἤμασταν συνδεδεμένοι μαζί σας μέ τέτοια μητρική στοργή, ὥστε νά θέλουμε μ’ ὅλη μας τήν καρδιά νά σᾶς μεταδώσουμε ὄχι μόνο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τίς ψυχές μας, διότι μᾶς εἴχατε γίνει ἀγαπητοί.