Εὐαγγέλιον: Κυρ. ι΄ Λουκᾶ (Λκ. ιγ΄ 10-17)
10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐράζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
10 Κάποιο Σάββατο ὁ Ἰησοῦς δίδασκε πάλι σέ μία ἀπό τίς συναγωγές. 11 Ἐκεῖ βρισκόταν καί μία γυναίκα πού ὑπέφερε δεκαοκτώ χρόνια ἀπό μιά ἀσθένεια ἐξαιτίας κάποιου πονηροῦ πνεύματος. Καί γι’ αὐτό ἦταν σκυμμένη διαρκῶς μέ κυρτωμένο τό σῶμα της καί δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει ὄρθιο τό κεφάλι της. 12 Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Γυναίκα, εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. 13 Κι ἔβαλε πάνω της τά χέρια του. Τήν ἴδια στιγμή ἐκείνη ἐπανέκτησε τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της. 14 Τότε ὁ ἀρχισυνάγωγος, γεμάτος ἀγανάκτηση πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τή θεραπεία αὐτή μέρα Σάββατο, στράφηκε στό πλῆθος τοῦ λαοῦ κι ἔλεγε: Ἕξι ἡμέρες ἔχουμε στή διάθεσή μας νά ἐργαζόμαστε, καί μόνο μέσα σ’ αὐτές δικαιούμαστε καί πρέπει νά τό κάνουμε αὐτό. Τίς ἐργάσιμες αὐτές ἡμέρες λοιπόν νά ἔρχεστε καί νά θεραπεύεσθε, καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. 15 Τότε λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Ὑποκριτή, κάτω ἀπό τό πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου κρύβεις φθόνο καί μοχθηρία. Ὁ καθένας σας τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δέν λύνει τό βόδι του ἤ τό γαϊδούρι ἀπό τό παχνί καί δέν τό πηγαίνει νά τό ποτίσει; Καί τό κάνει αὐτό χωρίς νά θεωρεῖται παραβάτης τῆς ἐντολῆς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τῆς ἐντολῆς αὐτῆς πού εἶναι ἀναγνωρισμένη ἀπό τήν παράδοση. 16 Αὐτή ὅμως, πού εἶναι κόρη καί ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ καί τήν ἔδεσε ὁ σατανάς μέ τέτοια ἀρρώστια, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά σηκωθεῖ ὄρθια δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια, δέν ἦταν σωστό καί ἐπιβεβλημένο νά λυθεῖ ἀπ’ τά μακροχρόνια αὐτά καί ὀδυνηρά δεσμά της τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; 17 Κι ἐνῶ τά ἔλεγε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του. Κι ὅλος ὁ λαός χαιρόταν γιά ὅλα τά λαμπρά καί θαυμαστά ἔργα πού διαρκῶς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.