ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (10/12)

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. ιγ΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Μρ. η΄ 22-26)

22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθ­σαϊδά. καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται. 23 καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ τυφλοῦ ἐξήγα­γεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει. 24 καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. 25 εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς­ αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατε­στάθη, καὶ ἀνέβλεψε τηλαυ­γῶς ἅπαντας. 26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων· μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

22 Κατόπιν πηγαίνει στή Βηθσαϊδά. Καί τοῦ φέρνουν ἐκεῖ ἕναν τυφλό καί τόν παρακαλοῦν νά τόν ἀγγίξει γιά νά γιατρευτεῖ. 23 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἔπιασε ἀπ’ τό χέρι τόν τυφλό καί τόν ἔβγαλε ἔξω ἀπ’ τό χωριό. Κι ἀφοῦ ἔφτυσε στά μάτια του, ἔβαλε πάνω του τά χέρια του καί τόν ρωτοῦσε ἄν ἔβλεπε τίποτε. Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Κύριος γιά νά διεγείρει καί νά δυναμώσει τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ. 24 Κι ἐκεῖνος, ἀρχίζοντας ν’ ἀνοίγει τά μάτια του καί νά βλέπει, εἶπε: Βλέπω τούς ἀν­θρώπους νά περπατοῦν σάν κορμοί δένδρων. 25 Ὕστερα ὁ Ἰησοῦς ἔβαλε πάλι τά χέρια του στά μάτια του, κι ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτό δυνάμωσε τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔκανε νά τ’ ἀνοίξει καί νά δεῖ καλά. Καί ἀποκαταστάθηκε τό φῶς του καί τούς διέκρινε ὅλους καθαρά, ἀκόμη κι αὐτούς πού ἦταν μακριά. 26 Τότε τόν ἔστειλε στό σπίτι του καί τοῦ εἶπε: Οὔτε στό χωριό νά μπεῖς, οὔτε νά πεῖς σέ κανένα μέσα στό χωριό τό θαῦμα τῆς θεραπείας σου.