Ἀξιολογότατη, μὲ λόγο σαφὴ καὶ ἐμπεριστατωμένο, εἶναι ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μάλιστα τυπώθηκε καὶ διανεμήθηκε σὲ φυλλάδιο «πρὸς τὸν Λαό», τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμά της, σχετικὰ μὲ τὴν προβαλλόμενη εὐρέως τὸν τελευταῖο καιρὸ «ἀξιοπρεπὴ λύση» τῆς ἀποτεφρώσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων.
Ἡ ἐγκύκλιος ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν σεβασμὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ἱερό, ὀνομάζοντάς το, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Α΄ Κορ. ς΄ 19). «Ἡ ταφὴ ἀνήκει στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχοντας ὡς βάση τὴν εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία σέβεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἐνταφιασμένο σῶμα γίνεται ἀντικείμενο φροντίδας καὶ προσευχῶν. Τὸ νεκρὸ σῶμα τὸ θεωρεῖ ὄχι ὡς “στερεὸ ἀπόβλητο”, ὅπως (…) τὸ ἀντιμετωπίζουν οἱ θιασῶτες τῆς ἀποτέφρωσης, ἀλλὰ τὸ περιβάλλει μὲ σεβασμὸ καὶ τιμή». Ἐπιπλέον ἡ ἐπιλογὴ τῆς Ἐκκλησίας «νὰ ἐναποθέτει τὰ κεκοιμημένα μέλη Της μέσα στὴν γῆ καὶ σὲ στάση κοίμησης, συμβολίζει τὴν προσδοκία τῆς Ἀνάστασης καὶ ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη Της πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ ὡς νεκρό». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δηλώνεται στὴν ἐγκύκλιο καθαρὰ καὶ ἀπερίφραστα ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει τὴν ἀποτέφρωση νὰ τύχει ἐκκλησιαστικῆς κηδείας: «Προφανῶς, ὅσοι δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιλέξουν τὴν ἀποτέφρωση, ὁπότε δὲν θὰ τύχουν Ἐξοδίου Ἀκολουθίας (Κηδείας) ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».
Στὴ συνέχεια παρουσιάζει ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τὴν καύση τῶν νεκρῶν στὴν ἀρχαιότητα (ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιχείρημα ἐκ μέρους τῶν ὑπερμάχων τῆς ἀποτεφρώσεως) καὶ ἀποδεικνύει ὅτι αὐτὴ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴ σύγχρονη διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως, ἀφοῦ στὴν ἀρχαιότητα τὰ ὀστὰ τῶν καμένων σωμάτων περισυλλέγονταν καὶ θάβονταν στὸ χῶμα συνοδευόμενα μὲ ταφικὲς τιμές.
Σήμερα αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὴν ἀποτέφρωση εἶναι νὰ συλλέγονται τὰ ἐναπομείναντα ὀστὰ ἀπὸ τὸν κλίβανο καὶ νὰ ρίχνονται σὲ «μίξερ», τὸ ὁποῖο τὰ κονιορτοποιεῖ καὶ τά μετατρέπει σὲ σκόνη. Αὐτὴ στὸ τέλος παραδίδεται στοὺς συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ, καὶ ὄχι ἡ τέφρα ἀπὸ τὴν καύση του. «Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή», ἐξηγεῖ ἡ ἐγκύκλιος, «ἡ σύγχρονη “ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν” δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν “ἀνακύκλωση ἀπορριμμάτων”. Εἶναι σαφὲς ὅτι, τουλάχιστον γιὰ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτὴ ἡ διαδικασία μηχανικοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ σώματος δὲν τιμᾶ τὸν νεκρό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται ὅτι εἶναι ἀξιοπρεπὲς γιὰ τὸν κεκοιμημένο ἄνθρωπο νὰ καεῖ σὲ κλίβανο καὶ νὰ θρυμματισθεῖ σὲ μίξερ».
Καὶ καταλήγει ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἀπανθράκωση τοῦ σώματος καὶ ἡ σύνθλιψή του ἀποτελεῖ ἐκδήλωση ποὺ κατ᾿ οὐσίαν “βεβηλώνει” τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι “κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ” πλασμένος. Τὰ νεκρὰ σώματα δὲν εἶναι ἀπορρίμματα! Δὲν εἶναι ἄχρηστα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ παραδοθοῦν στὴν φωτιὰ καὶ στὸν θρυμματισμό, δηλαδὴ σὲ ἕνα βίαιο ἀφανισμό. Ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται τὴν καύση, ἐπειδὴ ἀρνεῖται τὸ ἀμετάκλητο ἀνθρώπινο τέλος καὶ τὴν βία πρὸς τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι τραγικὸ νὰ καῖμε καὶ νὰ κονιορτοποιοῦμε ὅ,τι ἔχει ἀληθινὴ ἀξία».
Κάθε πιστὸς ὀφείλει νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ διαβάσει αὐτὴ τὴν ἀξιόλογη ἐγκύκλιο, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνει «στὰ παιδιά της μὲ τὴν γλώσσα τῆς Εὐθύνης, τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ἀγάπης». Καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ὅλοι οἱ πολίτες τῆς ὀρθόδοξης αὐτῆς πατρίδας, νὰ ἀποδείξουμε μὲ τὴ στάση καὶ τὴν ἐπιλογή μας ὅτι ἀποδοκιμάζουμε τὴ λειτουργία τοῦ πρώτου ἀποτεφρωτηρίου σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ χώρα, μὲ τὴν παράδοση αἰώνων Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, τῶν ὑψηλότερων αὐτῶν ἐκφραστῶν σεβασμοῦ καὶ τιμῆς πρὸς τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.