ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (18/2)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τρ. λε΄ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Α΄ Ἰω. γ΄ 9-22)

9 Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται. 10 ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. 11 ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, 12 οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια. 13 Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί μου, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. 14 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγα­πῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ. 15 πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀν­θρω­­ποκτόνος οὐκ ἔχει ζω­ὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν. 16 ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι. 17 ὃς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ; 18 Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ. 19 καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν, 20 ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα. 21 ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν, 22 καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ, ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

9 Κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό δέν κάνει ποτέ καμία ἁμαρτία θεληματικά καί ἐνσυνείδητα. Διότι ἡ νέα ζωή πού τοῦ μετέδωσε ὁ Θεός μέ τό Πνεῦ­μα του μένει μέσα του. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτάνει, διότι ἡ θέλησή του ἀποκτᾶ μεγάλη σταθερό­τητα καί ἕξη πρός τήν ἀρετή. Κι αὐτό γίνεται διότι ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί μοιάζει μέ τόν Θεό. 10 Αὐτό εἶναι τό διακριτικό γνώρισμα μέ τό ὁποῖο γίνονται σ’ ὅλους φανερά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί τά παιδιά τοῦ διαβόλου. Κάθε ἄνθρωπος δηλαδή πού δέν ἀσκεῖ στή ζωή του κάθε ἀρετή, αὐτός δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί δέν ἔχει πατέρα του τόν Θεό. Τό ἴδιο κι ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του Χριστιανό, δέν εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ. 11 Διότι αὐτό εἶναι τό κύριο παράγγελμα πού μάθατε μέ τό κήρυγμα καί ἀκούσατε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐπιστροφῆς σας στό Χριστό: νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. 12 Κι ἄς μήν τρέφουμε αἰσθήματα παρόμοια μ’ ἐκεῖνα πού εἶχε ὁ Κάιν, ὁ ὁποῖος ἦταν παιδί τοῦ πονηροῦ διαβόλου καί ἔσφαξε ἄσπλαχνα τόν ἀδελφό του. Καί γιατί τόν ἔσφαξε; Ἐπειδή τά ἔργα του ἦταν πονηρά, ἐνῶ τά ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ του ἦταν δίκαια· καί ἡ ἀρετή καί ἡ δικαιοσύνη προκαλεῖ τήν ἀντιπάθεια τοῦ διαβόλου καί τῶν πονηρῶν παιδιῶν του. 13 Γι’ αὐτό λοιπόν, ἀδελφοί μου, μήν ἀπορεῖτε καί μήν παραξενεύεσθε ἐάν σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος πού βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό. 14 Ἐμεῖς ξέρουμε ἀπό τήν πείρα μας ὅτι ἔχουμε περάσει ἀπό τόν πνευματικό θάνατο στήν πνευματική ζωή. Κι αὐτό τό ξέρουμε, διότι ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του ἐξακολουθεῖ νά παραμένει στόν πνευματικό θάνατο. 15 Κάθε ἄνθρωπος πού μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι φο­νιάς, διότι ἔχει μέσα του φονική διάθεση καί θέλει τήν καταστροφή καί τό θάνατο ἐκείνου πού μισεῖ. Καί ξέρετε ὅτι κανένας φονιάς δέν ἔχει ζωή αἰώνια, πού νά μένει διαρκῶς μέσα του. 16 Ἀπ’ αὐτό λοιπόν ἔχουμε μάθει τί εἶναι ἀγάπη· ἀπό τό ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός παρέδωσε πρόθυμα τή ζωή του στό θάνατο γιά τή σωτηρία μας. Ἄρα λοιπόν κι ἐμεῖς ὀφείλουμε σύμφωνα μέ τό παράδειγμα αὐτό νά προσφέρουμε τή ζωή μας γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν μας, καί ὄχι νά θέλουμε νά ἀφαιρέσουμε τή ζωή τους. 17 Ἀντιθέτως, ἄν κάποιος πού ἔχει τά πλούτη τοῦ κόσμου δεῖ τόν ἀδελφό του σέ κατάσταση ἀνάγκης καί κλεί­σει τήν καρδιά του καί τά σπλάχνα του ἀπέναντι στόν ἀδελφό, κι ἔτσι δέν αἰσθανθεῖ καμία συμπάθεια γιά τή δυστυχία του, πῶς εἶναι δυνατόν νά μένει μέσα του ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό; 18 Παιδάκια μου, ἄς μήν ἀγαπᾶμε μόνο μέ τά λόγια ἤ μέ τή γλώσσα, ἀλλά ἄς ἀγαπᾶμε μέ ἔργα εὐεργετικά καί ὄχι ψεύτικα, ἀλλά ἀληθινά. 19 Καί μ’ αὐτό θά καταλάβουμε ὅτι καταγόμαστε ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό, μέ τήν εἰλικρινή δηλαδή ἀγάπη καί τήν εὐεργετικότητα. Ὅταν ἔχουμε τήν ἀγάπη αὐτή, θά ἔχουμε ἥσυχη τή συ­νεί­δησή μας καί δέν θά μᾶς τύπτει αὐτή ἐνώπιον τοῦ Θε­οῦ, 20 σέ ὁτιδήποτε κι ἄν μᾶς κατηγορεῖ. Καί θά ἔχουμε ἥσυχη τή συνείδηση, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τή συνείδησή μας καί ξέρει σέ τέλειο βαθμό καί ἄρα πολύ καλύτερα ἀπ’ αὐτήν ὅλα τά σφάλματά μας καί ὅλες τίς τύψεις μας. Ξέρει τήν ἐνοχή μας. Ἐφόσον λοιπόν ὁ Θεός, πού ξέρει τά πάντα, μᾶς πείθει ὅτι εἴμα­στε παι­διά του, δέν φοβόμαστε ὅτι θά κατακριθοῦμε. 21 Ἀγαπητοί, ἐάν ἡ συνείδησή μας δέν μᾶς κατηγορεῖ, ἀποκτοῦμε παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 22 Καί ὁτιδήποτε τοῦ ζητοῦμε στήν προσευχή, μᾶς τό δίνει. Μᾶς τό δίνει, διότι τηροῦμε τίς ἐντολές του καί κά­νουμε αὐτά πού τοῦ ἀρέσουν.