Ἕνα φοβερό δαιμόνιο

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Μαρτίου 2020, Δ΄ Νηστειῶν – Ὁσ. Ἰωάννου Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀ­­­φρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕ­­ως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέ­­ρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤν­εγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι ­πιστεῦσαι, πάν­­τα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐ­­πισυντρέχει ὄχλος, ἐπετί­μη­σε τῷ πνεύματι τῷ ἀκα­θάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐ­τ­οῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦ­­­σιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

1. Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ ΘΑ ΜΑΣ Α­ΝΕ­ΧΕ­ΤΑΙ;

Πά­νω στό ὄ­ρος Θα­βώρ τρεῖς μα­θη­τές ζοῦν τό με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καί κά­τω στόν κό­σμο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α μα­θη­τές ἀ­ντι­με­τω­πί­ζουν τό φο­βε­ρό δρᾶ­μα τῆς πα­ρα­μορ­φώ­σε­ως ἑ­νός δαι­μο­νι­σμέ­νου. Καί κα­θώς ὁ Κύ­ρι­ος κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό φῶς τοῦ Θα­βώρ, συ­να­ντᾶ τό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου. Ἀ­ντι­κρύ­ζει τόν βα­σα­νι­σμέ­νο πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νά γο­να­τί­ζῃ­μέ πό­νο στά πό­δι­α του καί νά τοῦ λέ­ει: 

– Δι­δά­σκα­λε σοῦ ἔ­φε­ρα τό παι­δί μου, πού ἔ­χει κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πό φο­βε­ρό δαι­μό­νι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἔ­χει πά­ρει τή λα­λι­ά του. Κι ὅ­που τό πι­ά­σῃ, τό ρί­χνει στή γῆ, τό κά­νει νά βγά­ζῃ ἀ­πό τό στό­μα του ἀ­φρούς, νά τρί­ζῃ τά δό­ντι­α του καί νά μέ­νῃ ξε­ρό καί ἀ­ναί­σθη­το. Ἔ­φε­ρα, Κύ­ρι­ε, τό παι­δί μου στούς μα­θη­τές σου καί τούς πα­ρε­κά­λε­σα νά βγά­λουν τό δαι­μό­νι­ο, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σαν.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πο­κρί­νε­ται στό πο­νε­μέ­νο πα­τέ­ρα:

– Ὦ γε­νε­ά ἄ­πι­στη, πού τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες ἀ­πό ἐ­μέ­να! Ἕ­ως πό­τε θά εἶ­μαι ἀ­κό­μη μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θά σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι;

Ε­ΩΣ ΠΟ­ΤΕ λοι­πόν θά ἀ­νέ­χε­ται ὁ Κύ­ρι­ος τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α τῶν ἀν­θρώ­πων; Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου βέ­βαι­α εἶ­χε ἐ­λα­φρυ­ντι­κά. Δέν γνώ­ρι­ζε ποι­ός ἦ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος. Ἐ­μεῖς ὅ­μως δέν ἔ­χου­με κα­νέ­να. Ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνω­ρί­ζου­με πώς εἶ­ναι ὁ Θε­ός πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί θυ­σι­ά­στη­κε γι­ά μᾶς. Δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά τίς φα­νε­ρές καί ἀ­φα­νεῖς εὐ­ερ­γε­σί­ες του, τό πο­λύ ἔ­λε­ός του, τή χά­ρι τῶν μυ­στη­ρί­ων του. Καί πα­ρό­λα αὐ­τά ὀ­λι­γο­πι­στοῦ­με. Ἀλ­λά ὁ Κύ­ρι­ος δέν μᾶς ἐ­γκα­τα­λεί­πει, δέν μᾶς κα­τα­δι­κά­ζει. Μᾶς ἀ­νέ­χε­ται, δι­ό­τι θέ­λει τή σω­τη­ρί­α μας.

Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ἀ­νο­χή τῆς ἀ­γά­πης του δέν πρέ­πει νά μᾶς κά­νῃ νά ἐ­φη­συ­χά­ζου­με. Ἀλ­λά νά μᾶς βο­η­θᾷ νά με­τα­νο­ή­σου­με. Νά κα­τα­λά­βου­με τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας, νά ἀ­πο­τι­νά­ξου­με κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α, δι­στα­γμό ἤ ἀμ­φι­βο­λί­α. Καί νά ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Κύ­ρι­ο καί στήν πρό­νοι­α του. Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν ζω­ή μας σ’ Αὐ­τόν. Καί θά ἀ­κο­λου­θῇ τό θαῦ­μα. Ὅ­πως ἔ­γι­νε καί μέ τόν δαι­μο­νι­σμέ­νο νέ­ο.

2. ΒΟ­Η­ΘΕΙ­Α ΣΤΗΝ Ο­ΛΙ­ΓΟ­ΠΙ­ΣΤΙ­Α ΜΑΣ

Κα­θώς λοι­πόν φέρ­νουν τόν νέ­ο στόν Κύ­ρι­ο, γί­νε­ται κά­τι συ­γκλο­νι­στι­κό. Μό­λις τό δαι­μό­νι­ο βλέ­πει τόν Κύ­ρι­ο, τα­ρά­ζει τόν νέ­ο μέ φο­βε­ρούς σπα­σμούς. Τό δυ­στυ­χι­σμέ­νο παι­δί τώ­ρα ἀρ­χί­ζει νά κυ­λι­έ­ται στή γῆ καί νά βγά­ζῃ ἀ­φρούς ἀ­π’­τό στό­μα του. Μπρο­στά σ’­ αὐ­τό τό σπα­ρα­κτι­κό θέ­α­μα, ὁ Κύ­ρι­ος ρω­τᾶ τόν πα­τέ­ρα: 

– Ἀ­πό πό­τε τό δαι­μό­νι­ο ἔ­χει κυ­ρι­εύ­σει τόν γι­ό σου καί τοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε αὐ­τή τήν τρο­με­ρή κα­τά­στα­σι; 

Καί ὁ δυ­στυ­χι­σμέ­νος πα­τέ­ρας τοῦ ἀ­πα­ντᾶ.

– Ἀ­πό μι­κρό παι­δί, Κύ­ρι­ε, τό βα­σα­νί­ζει. Πολ­λές φο­ρές μά­λι­στα τό ἔ­χει ρί­ξει στή φω­τι­ά καί στό νε­ρό, γι­ά νά τό θα­να­τώ­σῃ. Ἀλ­λά, Κύ­ρι­ε, ἐ­άν μπο­ρῇς νά κά­νῃς κά­τι, λυ­πή­σου μας καί βο­ή­θη­σέ μας. 

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πα­ντᾷ στόν πα­τέ­ρα μέ τήν ἀ­σθε­νι­κή πί­στι: «Ἐ­σύ ἄν μπο­ρῇς νά πι­στεύ­σῃς, θά γί­νῃ τό παι­δί σου κα­λά. Δι­ό­τι ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τά σέ κεῖ­νον πού πι­στεύ­ει». Ὁ πα­τέ­ρας τώ­ρα γε­μᾶ­τος δά­κρυ­α στά μά­τι­α, σάν μό­λις νά ξύ­πνη­σε ἀ­πό τό λή­θαρ­γο τῆς ὀ­λι­γο­πι­στί­ας του, φω­νά­ζει μέ δύ­να­μη στόν Χρι­στό: 

– Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λά ἔ­χω ἀ­δύ­να­μη πί­στι. Βο­ή­θα με λοι­πόν νά ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πό τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μου.

Καί ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­μέ­σως μέ ἕ­να πα­ντο­δύ­να­μο πρό­στα­γμα ἐ­πι­πλήτ­τει αὐ­στη­ρά τό δαι­μό­νι­ο καί τοῦ λέ­ει: «πο­νη­ρό πνεῦ­μα, ἄ­λα­λο καί κω­φό, σέ δι­α­τά­ζω νά βγῇς ἀ­πό αὐ­τό τό νέ­ο καί νά μήν εἰ­σέλ­θῃς πο­τέ πλέ­ον σ’ αὐ­τόν». Τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα τό­τε ἀρ­χί­ζει νά φω­νά­ζῃ καί νά συ­ντα­ρά­ζῃ τό παι­δί. Καί κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­φή­νο­ντάς τό παι­δί κά­τω σχε­δόν νε­κρό. Ὅ­μως ὁ Κύ­ρι­ος τό  πι­ά­νει ἀ­πό τό χέ­ρι καί τό ση­κώ­νει γε­μᾶ­το ὑ­γεί­α, ἐλεύθερο ἀπό τό δαιμό­νιο.

Συ­γκλο­νι­σμέ­νοι οἱ μα­θη­τές ρω­τοῦν κα­τό­πιν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τόν Κύ­ρι­ο μέ ἀ­πο­ρί­α. «Γι­α­τί ἐ­μεῖς δέν μπο­ρέ­σα­με νά δι­ώ­ξου­με τό πο­νη­ρό πνεῦ­μα ἀ­πό τό νέ­ο;»

«Αὐ­τό τό εἶ­δος τοῦ δαι­μο­νί­ου» ἀ­πα­ντᾶ ὁ Κύ­ρι­ος «δέν ἐκ­δι­ώ­κε­ται μέ τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά μό­νο μέ προ­σευ­χή καί νη­στεί­α».

ΕΙ­ΝΑΙ πρα­γμα­τι­κά συ­γκι­νη­τι­κή ἡ ἀ­πά­ντη­σι καί προ­σευ­χή συ­νά­μα τοῦ ὀ­λι­γό­πι­στου πα­τέ­ρα στόν Κύ­ρι­ο. «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ». Αὐ­τή θά πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἡ δι­κή μας θερ­μή καί δυ­να­τή προ­σευ­χή. Δι­ό­τι κι ἐ­μεῖς πολλές φορές ὀ­λι­γό­πι­στοι εἴ­μα­στε. Δέν ἐ­μπι­στευ­ό­μα­στε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό μας, τή ζώ­η μας, τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά μας, τό μέλ­λον μας, στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ λέ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε πι­στοί, στήν οὐ­σί­α κά­πο­τε φε­ρό­μα­στε σάν ἄ­πι­στοι. Δι­ό­τι σέ στι­γμές πει­ρα­σμῶν καί θλί­ψε­ων, σέ μί­α ἀ­σθέ­νει­α ἤ μι­ά πε­ρι­πέ­τει­α, τρο­μο­κρα­τού­μα­στε καί τά χά­νου­με. Βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στούς φό­βους, τίς δει­λί­ες ἤ τίς ἀ­πελ­πι­σί­ες μας. Λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι δί­πλα μας, γνω­ρί­ζει τά προ­βλή­μα­τα καί τίς ἀ­γω­νί­ες μας, θέ­λει καί μπο­ρεῖ νά μᾶς βο­η­θή­σῃ. Νά πο­λε­μή­σου­με λοι­πόν τήν ὀ­λι­γο­πι­στί­α μας. «Ἑ­αυ­τούς καί ἀλ­λή­λους καί πᾶ­σαν τήν ζω­ήν ἡ­μῶν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα». Νά ἐ­μπι­στευ­θοῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας καί τούς γύ­ρω μας καί ὅ­λη μας τή ζω­ή στόν Κύ­ρι­ο. Καί νά προ­σευ­χό­μα­στε λέ­γο­ντας μέ δύ­να­μι: «Πι­στεύ­ω Κύ­ρι­ε, βο­ή­θει μοι τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ».

* * *

Ἀ­γα­πη­τοί ἀ­δελ­φοί, στό τέ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος κα­τό­πιν ἔ­φυ­γε μέ τούς μα­θη­τές περ­νώ­ντας ἔ­ξω ἀ­πό πό­λεις τῆς Γα­λι­λαί­ας, γι­ά νά μήν μά­θῃ κα­νείς πού ἦ­ταν καί τί ἔ­κα­νε. Δι­ό­τι πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρός τοῦ πά­θους του. Γι’ αὐ­τό προ­ε­τοί­μα­ζε τούς μα­θη­τές, λέ­γο­ντάς τους ὅ­τι σέ λί­γο θά πα­ρα­δο­θῇ σέ ἄ­νο­μους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά τόν θα­να­τώ­σουν. Αὐ­τός ὅ­μως τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα θά ἀ­να­στη­θῇ.

Ἄς συ­μπο­ρευ­θοῦ­με λοι­πόν καί μεῖς μέ πί­στι μα­ζί του κι ἄς συ­σταυ­ρω­θοῦ­με γι­ά νά συ­να­να­στη­θοῦ­με καί νά συ­ζή­σου­με μέ τόν Κύ­ρι­ο στήν αἰ­ώ­νι­ο Βα­σι­λεί­α του.