Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Ἀπριλίου 2020, τῶν Βαΐων (Ἰωάν. ιβ΄ 1-18)
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. 3 ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. 4 λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· 5 διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; 6 εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 7 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. 8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 9 Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 10 ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, 11 ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. 12 Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, 13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 14 εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· 15 μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. 16 Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. 17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
1. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
Ἀρκετές ἡμέρες πρίν τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ὁ Κύριος στήν μικρή πόλι τῆς Βηθανίας εἶχε κάνει τό μεγαλύτερο θαῦμα Του. Ἀνέστησε τόν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπί τέσσερις ἡμέρες στόν τάφο νεκρός. Τό γεγονός αὐτό ἐντυπωσίασε τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Καί γιά νά ἀποφύγῃ ὁ Κύριος τόν ἀσύνετο ἐνθουσιασμό τους, ἀλλά καί τίς ἀντιδράσεις τῶν Φαρισαίων, ἀπομακρύνθηκε πρός τήν ἔρημο τῆς πόλεως Ἐφραίμ.
Καθώς ὅμως τώρα πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὁ Κύριος πορεύεται πρός τήν Ἱερουσαλήμ, πρός τό ἐκούσιο πάθος του. Καί σήμερα Σάββατο, ἕξι ἡμέρες πρίν τό Πάσχα, φθάνει στή Βηθανία, πού βρίσκεται κοντά στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς τοῦ Λαζάρου γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη πρός τόν Κύριο τοῦ παραθέτουν δεῖπνο, τό ὁποῖο φρόντισε νά ἑτοιμάσῃ ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου Μάρθα. Ἡ ἄλλη ἀδελφή του Μαρία σκέφθηκε νά ἐκδηλώσῃ τήν ἀνέκφραστη εὐγνωμοσύνη της μέ ἄλλο τρόπο. Ἀγόρασε πανάκριβο μύρο (325 γραμμάρια) πού παράγεται ἀπό τό φυτό νάρδος καί μ’ αὐτό ἄλειψε τά πόδια τοῦ Κυρίου. Στή συνέχεια μέ ταπείνωσι καί σεβασμό πολύ σκούπισε μέ τά μαλλιά της τά πόδια τοῦ Κυρίου. Καί ὅλο τό σπίτι γέμισε ἀπό τήν εὐωδία τοῦ μύρου.
Ὅλοι συγκινήθηκαν ἀπό τήν πρᾶξι αὐτή τῆς Μαρίας, ἐκτός ἀπό ἕναν, τόν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: «Γιατί νά μήν πουληθῇ τό μύρο αὐτό γιά 300 δηνάρια (2 ἑκατομμύρια περίπου δραχμές) καί τά χρήματα νά δοθοῦν στούς πτωχούς;». Τό εἶπε αὐτό βέβαια ὄχι γιατί τόν ἐνδιέφεραν οἱ πτωχοί, ἀλλά ἤθελε νά ἁρπάξῃ ὁ ἴδιος αὐτά τά χρήματα· διότι ἦταν κλέπτης, καί ἔκλεβε καί ἄλλα ἀπό τό κοινό ταμεῖο πού εἶχε ἀναλάβει. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾷ.
– Ἄφησε ἥσυχη τή Μαρία. Διότι πρόλαβε μέ τό μύρο νά ἑτοιμάσῃ τό σῶμα μου γιά τήν ταφή. Τούς πτωχούς θά τούς ἔχετε πάντοτε μαζί σας γιά νά τούς βοηθᾶτε, ἐμένα ὅμως ὄχι, διότι σέ λίγες ἡμέρες θά πεθάνω.
Ο ΚΥΡΙΟΣ λοιπόν συνδέει τήν πρᾶξι τῆς Μαρίας μέ τόν θάνατό του καί τήν ταφή του. Ἡ Μαρία βέβαια δέν εἶχε αὐτό τό σκοπό, οὔτε μποροῦσε νά διανοηθῇ κάτι τέτοιο, ὅμως ὁ Κύριος αὐτό ἐπιβεβαιώνει. Καί μέ τήν ἑρμηνεία πού δίνει, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἔχει διαρκῶς στραμμένη τή σκέψι του στό φοβερό πάθος του, στό θάνατο καί τήν ταφή του. Τόν συνέχει τό γεγονός, τόν ἀπορροφᾷ ἡ σταυρική θυσία. Γι’ αὐτό καί βιώνει τό πάθος του ὄχι μόνο τήν Μεγάλη Παρασκευή, οὔτε μόνο λίγες ἡμέρες πρίν, ἀλλά ἀκατάπαυστα ζῇ τό πάθος του καί πορεύεται πρός αὐτό. Αἰσθάνεται διαρκῶς τόν ἀβάσταχτο πόνο τοῦ μαρτυρίου, τό ἀσήκωτο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά καί τήν ἀνέκφραστη χαρά τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἐμεῖς ἄραγε, ἔχουμε στραμμένο τό νοῦ καί τήν καρδιά μας στό μεγαλύτερο αὐτό γεγονός τῆς σωτηρίας μας; Μᾶς συνέχει ἡ θυσία τοῦ Κυρίου; Ὄχι μόνο τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά πάντοτε; Ἄν μπορούσαμε νά συλλάβουμε ἔστω καί λίγο τί ἔπαθε γιά μᾶς ὁ Κύριος, θά μᾶς συγκλόνιζε ἡ θυσία του, θά μᾶς ἀλλοίωνε ἡ ἄμετρος φιλανθρωπία του. Δυστυχῶς ὅμως ἐμεῖς συχνά ξεχνιόμαστε στήν καθημερινότητά μας, μᾶς ἀπορροφοῦν μάταια, γίηνα ἤ κάποτε ἁμαρτωλά πράγματα.
Ἄς μᾶς συγκινήσῃ λοιπόν ἡ θυσία τοῦ Κυρίου. Νά γίνῃ ὁ σταυρωθείς Κύριος κέντρο τῆς ζωῆς μας, ἀσίγαστος πόθος μας, μέγας ἀναμενόμενος. Νά τόν προσμένουμε καθημερινά στή ζωή μας μέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη· καί ὄχι μέ τά εὐμετάβλητα καί ἐπιδερμικά συναισθήματα τοῦ πλήθους τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων γιά τά ὁποῖα ὁμιλεῖ ἡ συνέχεια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
2. ΥΠΟΔΟΧΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ
Ἡ εἴδησι τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στή Βηθανία κυκλοφόρησε ἀστραπιαία σ’ ὅλη τήν Ἱερουσαλήμ. Ἄρχισαν λοιπόν νά καταφθάνουν πλήθη λαοῦ γιά νά δοῦν ὄχι μόνον τόν Ἰησοῦ ἀλλά καί τόν ἀναστημένο Λάζαρο. Ἀρκετοί μάλιστα αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἐπιβεβαίωναν τό θαῦμα καί ἔτσι πίστευαν πολλοί στόν Κύριο. Αὐτό ὅμως ἀναστάτωσε τούς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀποφάσισαν νά θανατώσουν ὄχι μόνον τόν Ἰησοῦ, ἀλλά καί τόν Λάζαρο.
Τήν ἄλλη τώρα ἡμέρα, μόλις ὁ Κύριος ξεκίνησε γιά τήν Ἱερουσαλήμ, ἀμέτρητα πλήθη λαοῦ δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν τόν ἐνθουσιασμό τους. Ἔκοβαν κλαδιά ἀπό φοίνικες καί ἔβγαιναν ἔξω ἀπό τήν πόλι μέ χαρά γιά νά ὑποδεχθοῦν τόν Κύριο. Καί μόλις τόν ἀντίκρυζαν ἄρχιζαν νά φωνάζουν δυνατά καί νά ζητωκραυγάζουν: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ». Ὁ Κύριος ἐρχόταν στήν πόλι «καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου» ὅπως τό εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «Μή φοβᾶσαι Ἱερουσαλήμ, γιατί ὁ βασιλιᾶς σου ἔρχεται ὄχι σάν τύραννος, ἀλλά πρᾶος καί ταπεινός, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι». Βέβαια οἱ μαθηταί δέν κατάλαβαν τότε ὅτι ἐκπληρώνονταν οἱ λόγοι τοῦ προφήτου. Τό κατάλαβαν ὅμως ἀργότερα, μετά τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
ΥΠΟΔΟΧΗ πραγματικά μεγελειώδης. Ἀλλά ποιόν νομίζουν ὅτι ὑποδέχονται οἱ Ἰσραηλίτες; Ἕναν κοσμικό ἄρχοντα πού θά ἐγκαθιδρύσῃ μιά ἐπίγειο βασιλεία. Δέν μποροῦν νά συλλάβουν ὅτι ὑποδέχονται τόν βασιλέα ὄχι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλά μιᾶς οὐρανίου βασιλείας. Εἶναι ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων· βασιλεύς ὄχι κρατῶν ἀλλά καρδιῶν. Καί δέν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ἀπό ἐμᾶς παρά μόνο τήν ἀγάπη μας καί τή ἀφοσίωσί μας.
Ἄς τρέξουμε λοιπόν κι ἐμεῖς σήμερα νά ὑποδεχθοῦμε τόν Κύριό μας, ὄχι ὡς ἐπίγειο βασιλέα ἀλλά ὡς τόν Βασιλέα τῶν καρδιῶν μας. Κι ἀντί γιά κλάδους φοινίκων, ἄς τοῦ προσφέρουμε τήν ἀγάπη καί τή λατρεία μας, ἄς τοῦ προσφέρουμε τίς καρδιές μας. Κάθε κτύπος τῆς καρδιας μας νά κτυπᾶ γιά ἐκεῖνον. Καί θά ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἡ μοναδική, ἡ ἀστραφτερή καί παμφώτεινη γιά νά μᾶς ὑποδεχθῇ πλέον Ἐκεῖνος στή Βασιλεία του καί μᾶς κάνῃ μετόχους τῆς αἰώνιου εὐτυχίας.