«Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν…»

Μεγάλη Παρασκευή! Ὁ Κύριός μας ἐπάνω στὸν Σταυρό. Ἡμέρα τοῦ μεγάλου πόνου καὶ τῆς ὀδύνης τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἄνθρωπος σταυρώνει τὸν Θεό του! Ἐκεῖνος αἱμόφυρτος, κάτωχρος, ἀκίνητος, σιωπηλός, χωρὶς «εἶδος καὶ κάλλος», προσηλωμένος στὸ ξύλο τῆς ἀτιμίας ὑποφέρει τοὺς βασανιστικοὺς πόνους τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου Του μὲ ὑποδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή.

Καὶ ἐνῶ βρίσκεται ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ δέχεται τὸν πόνο τῶν καρφιῶν, τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων, τὴν εἰρωνεία τῶν σταυρωτῶν, τὸν ἐμπαιγμὸ τῶν στρατιωτῶν, ὑποφέρει καὶ διότι φέρει ἀκόμη στὴν κεφαλή Του τὸν ἀκάνθινο στέφανο. Ἀφοῦ ἀφήρεσαν τὴ χλαμύδα, τὸ καλάμι, τὰ ἱμάτιά Του, ἄφησαν τὸ ἀκάνθινο στεφάνι. Πληγώνεται ἔτσι ἀκόμη βαθύτερα ἡ θεία Του κεφαλή, καθὼς Τὸν ὑψώνουν ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Εἶναι τὸ ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ ἔπλεξαν οἱ στρατιῶτες, ὅταν τοὺς Τὸν παρέδωσε ὁ Πιλάτος ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μέχρι νὰ ἐκδώσει τὴν τελικὴ καταδικαστική του ἀπόφαση. Τὸν ἔγδυσαν τότε ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε καὶ Τὸν ἔντυσαν μὲ κόκκινη χλαμύδα, γιὰ νὰ μοιάζει ὑποτυπωδῶς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα ποὺ φοροῦσαν οἱ βασιλιάδες. Ἔπειτα ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τὸ ἔβαλαν ἐπάνω στὸ κεφάλι Του ἀντὶ γιὰ στέμμα καὶ στὸ δεξί Του χέρι Τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι ἀντὶ γιὰ σκῆπτρο. «Τὸν ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν στέφανον ἀντὶ διαδήματος καὶ τὸν κάλαμον ἀντὶ σκήπτρου», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός. Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἔκαναν, «ὡς βασιλέα αὐτὸν διέπαιζον»!

Κατόπιν γονάτισαν μπροστά Του, ὅ­πως συνήθιζαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη νὰ προσκυνοῦν τοὺς βασιλεῖς, καὶ Τὸν ἐνέπαιζαν λέγοντας: «Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ματθ. κζ΄ 29)! Τὸν ἔφτυναν, πῆραν τὸ καλάμι καὶ Τὸν χτυποῦσαν μ᾿ αὐτὸ στὸ κεφάλι. Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς πλήρους ἐξουθενώσεως Τὸν παρουσίασε ὁ Πιλάτος στὰ πλήθη καὶ φώναξε: «Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν» (Ἰω. ιθ΄ 14). Δεῖτε ποῦ κατάντησε ὁ Βασιλιάς σας!

Ὁ ἀκάνθινος στέφανος ὑμνολογεῖται καὶ στοὺς ὕμνους τῶν ἡμερῶν: «Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς», «Ἐξέδυσάν με τὰ ἱμάτιά μου… ἔθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου στέφανον ἐξ ἀκανθῶν…», «Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκὸς ἀτιμίαν δι᾿ ἡμᾶς ὑπέμεινε· τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ραπίσματα…».

Ποιὸς δέχεται καὶ ὑπομένει ὅλα αὐτά; Ὁ Βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων! ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων! Ὁ μόνος καθαρὸς καὶ ἀκήρατος Κύριος. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.

Ποιοῦ Χριστιανοῦ ἡ καρδιὰ μένει ἀ­συγκίνητη καὶ ἀπαθὴς τέτοια μέρα; Ποιοῦ πιστοῦ τὰ μάτια δὲν χύνουν θερμὰ δάκρυα σήμερα μπροστὰ στὸν ἐσταυρωμένο μας Λυτρωτή;

Σιωπηλὰ συμμετέχουμε στὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἀναλογιζόμαστε πώς, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι θέτουμε «στέφανον ἐξ ἀκανθῶν» στὴν παναγία Του κεφαλή, Ἐκεῖνος, ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ Λυτρωτὴς Κύριος, ὄχι μόνο μᾶς συγχωρεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς ὑπόσχεται «στέφανον ζωῆς» (Ἰακ α΄ 12· Ἀποκ β΄ 10). Πρόκειται γιὰ τὸ στεφάνι τῆς νίκης ποὺ χαρίζει σὲ ὅλους τοὺς νικητὲς τῆς ζωῆς πιστούς, καθὼς εἰσέρχονται στὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, στὴν ἔνδοξη καὶ αἰώνια ζωή.

Μεγάλη Παρασκευή!

Ἡμέρα πένθους ἀλλὰ καὶ ἡμέρα θριάμβου καὶ χαρᾶς.

Πένθους γιὰ τὴν ἀμέτρητη ἀχαριστία ἡμῶν, τῶν ἀνθρώπων· ποὺ ἀνεβάσαμε στὸν Σταυρὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό μας.

Θριάμβου καὶ χαρᾶς, διότι ἀπὸ τὸ Πάθος Του πήγασε ἡ λύτρωσή μας. Ἀπὸ τὸν θάνατό Του ἡ ζωή μας!

Ἂς Τὸν εὐγνωμονοῦμε ὁλόψυχα σὲ ὅλη τὴ ζωή μας.