Ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ καθιερώθηκε ὁ θεσμὸς τοῦ Σαββάτου, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ οὔτε θὰ ὑπάρξει στὸ μέλλον τέτοιο Σάββατο σὰν τὸ πρῶτο ἐκεῖνο Μέγα Σάββατο. Γιὰ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε ἡ πλέον θλιβερὴ ἡμέρα τῆς ζωῆς τους, γεμάτη πίκρα, δάκρυα καὶ φόβο. Μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἄλλαξαν τὰ πάντα.
Γιὰ μᾶς, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, εἶναι τὸ «ὑπερευλογημένον Σάββατον». Ἡμέρα μυστηρίου, ἱερῆς σιγῆς καὶ προσευχητικῆς ἀναμονῆς. Μέσα στὰ σπλάχνα τῆς γῆς συντρίβονται δεσμὰ αἰώνια. «Ὑπνοῖ ἡ ζωὴ καὶ ᾍδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται». Κοιμᾶται τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ζωή, γι᾿ αὐτὸ καὶ τρέμει ἀπὸ φόβο ὁ Ἅδης, ἐνῶ ὁ Ἀδὰμ μὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Ὁ Κύριος μετὰ τὸ «Τετέλεσται» ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ κατὰ τὴν Ταφή Του, κατέρχεται στὸν Ἅδη. Ἡ παρουσία Του στὸ βασίλειο τῶν νεκρῶν ἦταν ἀποκάλυψη, φανέρωση ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τῶν παθημάτων Του ἔφερε εἰς πέρας τὸ θεῖο σχέδιό Του γιὰ τὴ δική μας σωτηρία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Καὶ τώρα αὐτὴ τὴ σωτηρία τὴν κηρύττει καὶ στὸν Ἅδη. Καὶ ὅσοι εἶχαν πολιτευθεῖ κατὰ τὸν θεῖο νόμο στὴ ζωή τους, πιστεύουν τώρα στὸν Σωτήρα Χριστό.
Ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτὴς κατέρχεται στὸν Ἅδη παντοδύναμος, διότι εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων. Κατέρχεται ἐκεῖ ἡ τεθεωμένη ψυχή Του, τὴν ὥρα ποὺ τὸ σῶμα Του ἀναπαύεται στὸν τάφο.
Διότι κατὰ τὸ διάστημα τοῦ τριημέρου θανάτου Του, θανατώθηκε μὲν τὸ σῶμα Του, ἀλλὰ δὲν χωρίσθηκε ἀπ᾿ αὐτὸ οὔτε ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἡ θεότητά Του. Καὶ τὸ μὲν σῶμα τοποθετήθηκε στὸν τάφο, ἡ δὲ ψυχὴ κατέβηκε στὸν Ἅδη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν θάνατό Του παραμένει ἕνας καὶ ἀδιαίρετος, ἀφοῦ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή Του εἶναι ἑνωμένα μὲ τὴ θεότητά Του. «Μία ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ᾍδῃ ἀχώριστος καὶ ἐν τάφῳ καὶ ἐν τῇ Ἐδὲμ θεότης, Χριστοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι» (Κανὼν Μεγάλου Σαββάτου, ᾠδὴ ζ´). Δηλαδή, μία καὶ ἀδιαίρετη ἦταν ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ μία θεότητα, κατὰ τὸ διάστημα τοῦ τριημέρου θανάτου καὶ τῆς ταφῆς Του ἦταν καὶ στὸν Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ψυχή Του, καὶ στὸν τάφο μὲ τὸ σῶμα Του, καὶ στὸν Παράδεισο ἑνωμένη ἀχώριστα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἔτσι ὁ Κύριος μὲ τὸ τεθεωμένο σῶμα Του ποὺ παραμένει ἄφθαρτο στὸν τάφο, καταργεῖ τὴ σωματικὴ φθορά. Πλέον «βασιλεύει, ἀλλ᾿ οὐκ αἰωνίζει, ᾍδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν». Ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου εἶναι προσωρινή. Δὲν «αἰωνίζει», δὲν προεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Γιὰ λίγο μόνο κυριαρχεῖ. Διότι τὰ πάντα, τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια τὰ ἐξουσιάζει γιὰ πάντα «ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων».
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱερὴ ἡμέρα τὴν ὁποία ἑορτάζουμε μὲ βαθιὰ σιωπὴ καὶ ἱερὸ δέος κάθε χρόνο μετὰ τὸ Πάθος τοῦ Σταυροῦ καὶ λίγο πρὶν τὴν Ἀνάσταση. «Τῷ ἁγίῳ καί Μεγάλῳ Σαββάτῳ τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εἰς ᾍδου κάθοδον ἑορτάζομεν, δι᾿ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθὲν πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».
Ταφὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, κάθοδος τῆς ψυχῆς Του στὸν Ἅδη. Τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀνασταίνεται, ἔχει πιὰ μεταφερθεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Τώρα πλέον δὲν εἴμαστε αἰχμάλωτοι. Ἔχουμε νικήσει τὸν θάνατο. Νίκησε ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς. Τώρα ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι!