Ἔτσι ἐπέδειξε τὸν Ἑαυτό του στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του: μὲ τὸ ἔνδοξο, φωτεινό, ἄφθαρτο, ἀναστημένο σῶμα Του τραυματισμένο. Μὲ τὶς οὐλὲς τῶν τραυμάτων ἐπάνω στὰ ἄχραντα πόδια καὶ χέρια Του καὶ μὲ τὸ σημάδι τῆς λόγχης στὴν πληγωμένη πλευρά Του.
Καὶ τοὺς κάλεσε νὰ Τὸν ἐξετάσουν, νὰ Τὸν παρατηρήσουν διερευνητικά: «Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου… ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε» (Λουκ. κδ΄ 39). Καὶ στὸν δύσπιστο μαθητή, ποὺ ἐννοοῦσε νὰ βάλει τὸν δάκτυλό του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», ἀκόμη πιὸ ἐμφαντικά: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» (Ἰω. κ΄ 25, 27).
Ὁ Κύριός τους ἦταν. Μὲ τὸ σῶμα Του καὶ τὴν ψυχή Του. Μὲ τὸ σῶμα Του ὅμως ὄχι στὴν παλαιὰ κατάσταση, παθητὸ καὶ φθαρτό, ὅπως ἦταν πρὶν τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ σὲ νέα τάξη καὶ ὕπαρξη, πολὺ ἀνώτερη ἐκείνης: κατάσταση δόξης καὶ ἀφθαρσίας. Καὶ ἐντούτοις μὲ τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους ἔκδηλα ἐπάνω Του: τὰ τραύματα καὶ τὶς οὐλές!
Ἔτσι Τὸν εἶδαν οἱ μαθητές. Καὶ Τὸν ἀναγνώρισαν καὶ Τὸν πίστεψαν. Κι ἔτσι τοὺς ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι, καὶ ἐπανειλημμένως, μέχρι καὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία «ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτοὺς» καὶ «διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν… εἰς τὸν οὐρανόν» (Λουκ. κδ΄ 50-51). Φεύγοντας ὁ Κύριος ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ, ἀναλαμβανόμενος στοὺς οὐρανούς, ἀναχωροῦσε μὲ τὸ σῶμα Του. Ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὸ εἶχε δείξει ἐπὶ σαράντα ἡμέρες. Καὶ λοιπόν, τὸ τελευταῖο θέαμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό τους, ἡ τελευταία τους ὀπτικὴ ἐντύπωση ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἦταν ἡ θέα τῶν ὑψωμένων σὲ εὐλογία χειρῶν Του. Τῶν χειρῶν ποὺ ἐπάνω τους ἔφεραν τὶς οὐλὲς τῶν τραυμάτων, τὰ τρυπήματα τῶν ἥλων τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι Τὸν εἶδαν νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά τους τὸν θεῖο Διδάσκαλο: Δοξασμένο μαζὶ καὶ τραυματισμένο!…
Ἔτσι συνεχίζει νὰ βρίσκεται καὶ στὴ δόξα Του στοὺς οὐρανούς: «ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον», δίπλα στὸν θρόνο τὸν δεσποτικό, ἀνάμεσα στὶς μυριάδες μυριάδων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, ποὺ ὅλοι μαζὶ «ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν λέγοντες… ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν». Σὲ μιὰ πλημμύρα φωτὸς καὶ ἑορτῆς, αὐτὸς ὁ ὕμνος, ὁ αἶνος, ἡ δοξολογία ἠχεῖ ἀκατάπαυστα πρὸς τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σφαγιάσθηκε καὶ μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ Αἷμα Του «ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους» (Ἀποκ. ε΄ 6, 9, 12).
Ἕνας Θεὸς τραυματισμένος!
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς Τὸν συναντοῦμε καθημερινὰ στὸ ἅγιο Θυσιαστήριο: Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο ὑπὸ τὸ ταπεινὸ εἶδος τοῦ ἄρτου, κεντημένο ἀπὸ τὴν ἁγία Λόγχη. Καὶ ἐντὸς τοῦ ἁγίου Ποτηρίου ὑπὸ τὸ ταπεινὸ εἶδος τοῦ οἴνου τὸ τίμιον Αἷμα Του. Εἶναι ὁ «Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων», ὁ Ὁποῖος σὲ κάθε θεία Λειτουργία «προσέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς».
Ὅσο θὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου, ἔτσι θὰ παρίσταται ἐνώπιόν μας καὶ ἀνάμεσά μας ὁ Λυτρωτὴς Θεός: ὡς Ἀμνὸς λογχευμένος.
Μέχρις ὅτου ἡ παντοκρατορική Του θέληση ἀποφασίσει νὰ δώσει τέλος στὴν Ἱστορία. Ὁπότε καὶ θὰ ἔλθει γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ γῆ, Κριτὴς ἔνδοξος, ἀνάμεσα σὲ μυριάδες ἀγγέλων, «μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς», νὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη.
Καὶ πῶς θὰ κάνει ἐμφανὴ τὴ δευτέρα Παρουσία Του στὸν κόσμο; «Ὃν τρόπον ἐθεάσαντο αὐτὸν οἱ μαθηταὶ πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α΄ 11). Ὅπως Τὸν εἶδαν νὰ ἀναλαμβάνεται. Μὲ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο σῶμα, τὸ δοξασμένο καὶ τεθεωμένο, συνάμα καὶ πληγωμένο καὶ τραυματισμένο. Ἔτσι θὰ Τὸν δοῦν ὄχι μόνο οἱ μαθητές Του τώρα, ἀλλὰ «πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν». Καὶ οἱ σταυρωτές Του καὶ ὅσοι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἱστορίας ἀνεσταύρωσαν Αὐτόν, θὰ Τὸν δοῦν νὰ ἔρχεται δοξασμένος καὶ τραυματισμένος. Καὶ τὰ τραύματά Του, οἱ οὐλὲς τῶν πληγῶν ποὺ δέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους, θὰ τοὺς γίνονται ἀφόρητη ὀδύνη. «Καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς» (Ἀποκ. α΄ 7). Θὰ θρηνοῦν ἀκατάπαυστα, αἰώνια, χωρὶς πλέον κανένα ὄφελος.
Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ ἴδιες πληγές, τὰ τραύματα, θὰ πηγάζουν φῶς καὶ ζωὴ καὶ εὐφροσύνη γιὰ τοὺς δικαίους. Κρουνοὶ ἀγάπης ἀπὸ ἕνα Θεὸ ποὺ θέλησε νὰ γίνει ἄνθρωπος, ὅμοιος ἀπαράλλαχτα μ᾿ ἐμᾶς. Καὶ «ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Ἡσ. νγ΄ 5), προκειμένου νὰ θεραπεύσει μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του «τὸ μέγα τραῦμα, τὸν ἄνθρωπον». Καὶ καθὼς θὰ πλησιάζει τοὺς δικούς Του στὴ Βασιλεία Του γιὰ νὰ τοὺς διακονεῖ, ἐκεῖνοι θὰ βλέπουν τὰ χέρια Του τρυπημένα, μὲ ἐμφανεῖς τὶς οὐλὲς τῶν τραυμάτων ἐπάνω τους. Καὶ στὴν ἐνδόμυχη ἀπορία τους, «γιατί, Κύριε, εἶσαι τραυματισμένος;», θὰ μποροῦν νὰ ἐννοοῦν τὴ μυστική Του ἀπάντηση μέσα ἀπὸ τὴ θεϊκή Του καρδιά:
«Γιὰ σένα, παιδί μου. Γιὰ νὰ ἔχεις αἰώνια ἀπόδειξη πόσο σὲ ἀγάπησα. Εἶμαι ὁ Θεός σου, ποὺ θέλησα νὰ τραυματισθῶ, γιὰ νὰ εἶσαι ἐσὺ αἰώνια ὑγιὴς κοντά μου. Ὑγιής, ἔνδοξος, φωτεινός!».