Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ 26 Ἀπριλίου 2020 (Ἰωάν. κ΄ 19-31)
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
1. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΧΑΡΑ ΜΑΣ
Εἶναι βράδυ τῆς φωτοφόρου ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως καί οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου τρομοκρατημένοι ἀπό τά συγκλονιστικά γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καί τή μανία τῶν Ἰουδαίων εἶναι κλεισμένοι στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλά ξαφνικά μέσα στήν ἀφόρητη θλίψι καί τή νεκρική σιγή, χωρίς νά ἀνοίξουν οἱ θύρες, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος Ἰησοῦς στό κέντρο τῶν μαθητῶν καί τούς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κατόπιν τούς δείχνει τά πληγωμένα χέρια καί πόδια του καί τήν πλευρά του γιά νά πεισθοῦν ὅτι δέν βλέπουν φάντασμα ἀλλά τόν διδάσκαλό τους πού πέθανε πάνω στό σταυρό καί ἀναστήθηκε.
Πόσο χάρηκαν οἱ μαθηταί πού εἶδαν τόν Κύριο, ἀλλά καί πόσο φοβήθηκαν ἀπό τήν θαυμαστή αὐτή παρουσία. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Μή φοβᾶσθε. Ὅπως μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου στόν κόσμο κι ἐγώ τώρα ἀποστέλλω ἐσᾶς νά συνεχίσετε τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καί φυσώντας στά πρόσωπά τους τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Ὅσες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων συγχωρεῖτε θά συγχωροῦνται καί ἀπό τόν Θεό. Ὅσες ὅμως δέν συγχωρεῖτε δέν θά συγχωροῦνται ἀπό τό Θεό.
ΠΟΣΟ χάρηκαν οἱ μαθηταί πού εἶδαν τόν Κύριο! Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν οἱ διαθέσεις τους! Ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἀβάσταχτη ἦταν ἡ θλίψι τους μετά τή φοβερή εἴδησι τοῦ φρικτοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Ἔβρεχαν μέ δάκρυα τά πρόσωπά τους καθώς θυμόταν τίς συγκλονιστικές στιγμές τριῶν ἐτῶν μέ τόν Κύριο. ῞Ομως μέσα στό βαθύ σκοτάδι τῆς θλίψεως, πόσο ἄλλαξαν ὅλα τόσο ξαφνικά. Ἔρχεται καί πάλι ὁ Κύριος στή ζωή τους. Καί ὁ ἀβάσταχτος πόνος τους τώρα μετατρέπεται σέ ἀπροσμέτρητη χαρά. Μετά τή σκοτεινή καί πυκνή καταιγίδα ἀνέτειλε καί πάλι τό Φῶς στήν ψυχή τους.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἐπαναλαμβάνεται πολλές φορές καί στή δική μας ζωή. Πόση θλίψι γευόμαστε κι ἐμεῖς, ὅταν αἰσθανόμαστε κάποτε τόν Κύριο νά ἀπουσιάζῃ ἀπό τή ζωή μας! Εἴμαστε πλασμένοι νά ζοῦμε μέ τόν Χριστό καί γιά τόν Χριστό. Μόνο κοντά του μποροῦμε νά ἀναπνεύσουμε, νά βροῦμε τή χαρά, τή σωτηρία, τό χορτασμό τῆς ψυχῆς μας.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν νά ἔχουμε τόν Κύριο διαρκῶς στή ζωή μας. Νά εἴμαστε ἑνωμένοι μυστηριακῶς μαζί του. Ὁ Χριστός νά κατευθύνῃ τή σκέψι μας, τίς ἐπιθυμίες μας, τίς ἐνέργειές μας, τά βιώματά μας. Κάθε παλμός τῆς καρδιᾶς μας νά χτυπᾶ γιά Ἐκεῖνον. Κάθε ἡμέρα νά μᾶς συνδέει πιό συνειδητά καί οὐσιαστικά μαζί Του. Ἀλλιῶς θά μελαγχολοῦμε μέσα στή δυσπιστία μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Θωμᾶ στή συνέχεια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
2. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ
Ὁ Θωμᾶς λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους, ὁ ὁποῖος λεγόταν καί δίδυμος, ἀπουσίαζε ὅταν ἦλθε ὁ Κύριος. Καθώς λοιπόν ἐπέστρεψε τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί μέ ἐνθουσιασμό καί συγκίνησι: Εἴδαμε τόν Κύριο, φανερώθηκε μπροστά μας! Ἀλλά ὁ Θωμᾶς μελαγχολικά καί δύσπιστα τούς ἔλεγε. Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου τά σημάδια τῶν καρφιῶν στά χέρια του καί δέν βάλω τό δάκτυλό μου στήν λογχισμένη πλευρά του «οὐ μή πιστέυσω».
Ἀπό τότε πέρασαν ὀκτώ ἡμέρες. Οἱ μαθηταί εἶναι πάλι συγκεντρωμένοι στό ἴδιο σπίτι ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Τώρα ὅμως εἶναι καί ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειστές. Καί ξαφνικά ὁ Κύριος ἔρχεται καί πάλι μαζί τους καί τούς εὔχεται νά ἔχουν εἰρήνη. Καί ἀμέσως λέγει στό Θωμᾶ: Ἔλα Θωμᾶ, φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί ψηλάφησε τά χέρια μου, βάλε τό χέρι σου στήν πλευρά μου «καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Καί ὁ δυσπιστος Θωμᾶς τώρα μέ θαυμαστή ἔκρηξι χαρᾶς καί πίστεως κάνει μιά μοναδική ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, ὅτι δέν εἶσαι μόνον ἕνας μεγάλος προφήτης ἀλλά ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίνεται: Πίστευσες ἐπειδή μέ εἶδες! Εἶναι περισσότερο εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι θά μέ πιστεύουν χωρίς νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ.
Θαυμαστό πραγματικά τό γεγονός τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου στόν Θωμᾶ. Ὅμως ὁ Κύριος ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα, τά ὁποῖα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής δέν κατέγραψε στό εὐαγγέλιό του. Τά ἐλάχιστα πού κατέγραψε, τά ἔγραψε γιά νά πιστεύσουμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου καί ἔτσι νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιο ζωή.
Ο ΥΙΟΣ τοῦ Θεοῦ λοιπόν καί βασιλεύς τῶν ἀπάντων πόσο ταπεινώνεται καί συγκαταβαίνει στήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! Ἔρχεται ἀναστημένος στό ὑπερῶο, ἀποκαλύπτεται καί προτείνει τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά μήν ἀφήσῃ τόν Θωμᾶ στήν δυσπιστία του καί στήν δυστυχία του.
Μήπως ὅμως τό ἴδιο δέν γίνεται καί μέ ὅλους μας κάθε φορά πού βασανιζόμαστε μέσα στήν δυσπιστία καί τή μελαγχολία μας, ὅταν θλίψεις μεγάλες καί προβλήματα μᾶς διαλύουν. Στίς συνταρακτικές αὐτές στιγμές τῆς ζωῆς μας πού ὁρμητικά τά κύματα τῶν ἀμφιβολιῶν μᾶς ἀναστατώνουν, ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀποστρέφεται, οὔτε ἀγανακτεῖ μέ τίς διακυμάνσεις μας. Ἀλλά καθώς ἐμεῖς ζαλιζόμαστε μέσα στίς ἀμφιταλαντεύσεις μας, ἐμφανίζεται ξαφνικά στή βαρυχειμωνία τῆς ταραγμένης ζωῆς μας καί μᾶς φέρνει τήν ἄνοιξι τῆς πίστεως. Αὐτό ὅμως πού ὁπωσδήποτε μᾶς ζητᾶ ὁ Χριστός γιά νά παρουσιασθῇ στήν δύσπιστη ψυχή μας εἶναι νά ἔχουμε εἰλικρινῆ διάθεσι νά τόν γνωρίσουμε, γνήσια ἐπιθυμία νά τόν συναντήσουμε.
Ἄς ἀναζητοῦμε λοιπόν τόν Κύριο μέ εἰλικρινῆ πόθο καθημερινά στή ζωή μας. Καί Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀποκαλύπτεται μέ ποικίλους τρόπους, μέ εὐεργεσίες καί δωρεές, μέ τή χάρι του καί τήν ἀγάπη του. Καί ἡ ζωή μας θά πλημμυρίζῃ χαρά καθώς θά ψηλαφοῦμε τήν παρουσία του δίπλα μας. Καί θά ξεσποῦμε μέ ἐνθουσιασμό στήν ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».