Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Μαΐου, τῶν Μυροφόρων (Μαρκ. ιε΄ 43-ις΄ 8)
ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
1. ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Μεγάλη Παρασκευή ἀπόγευμα. Κάτω ἀπό τόν κατάμαυρο θλιμένο οὐρανό ἐπάνω στό σταυρό κρέμεται νεκρό τό πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὁ κίνδυνος νά μείνῃ ἄταφο γιά ἡμέρες εἶναι φανερός, διότι σέ λίγες ὧρες ἀρχίζει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου καί κάθε κίνησι εἶναι ἀπαγορευμένη. Οἱ μαθηταί τρομοκρατημένοι ἀπό τή μανία τῶν Ἰουδαίων ἔχουν διασκορπισθεῖ. Δέν ὑπάρχῃ κανείς νά φροντίσῃ γιά τήν ταφή τοῦ Κυρίου;
Στήν κρίσιμη αὐτή ὥρα ἐμφανίζεται ἕνας ἄγνωστος ἕως τότε μαθητής, ὁ Ἰωσήφ πού καταγόταν ἀπό τήν πόλι Ἀριμαθαία. Αὐτός ἦταν βουλευτής, ἐπίσημο μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου. Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν παίρνει τήν παράτολμη καί γενναία ἀπόφασι, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά εἶχε ὀδυνηρές συνέπειες στή ζωή του· παρουσιάζεται στόν Πιλᾶτο καί τοῦ ζητᾶ τό σῶμα τοῦ Κυρίου, γιά νά τό ἐνταφιάσῃ. Ἡ ἐνέργειά του αὐτή φαινόταν καταδικασμένη σέ ἀποτυχία. Καί ὅμως πέτυχε.
Ὁ Πιλᾶτος, μόλις βεβαιώθηκε ὅτι πραγματικά πέθανε ὁ Κύριος, χάρισε στόν Ἰωσήφ τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅλα τώρα πρέπει νά γίνουν βιαστικά πρίν δύσῃ ὁ ἥλιος. Ὁ Ἰωσήφ τρέχει ἀμέσως, ἀγοράζει «σινδόνα καθαρά» καί μαζί μέ τό Νικόδημο ἀνεβαίνουν στό Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ μέ εὐλάβεια καί ἱερό συγκλονισμό ἀποκαθηλώνουν τό πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τό σταυρό. Καί σφίγγοντας τίς καρδιές τους τό ἀποθέτουν στό μνημεῖο, πού ἦταν σκαλισμένο σέ βράχο ἐκεῖ κοντά, κλείνοντας τήν εἴσοδό τοῦ μνημείου μέ μία μεγάλη πέτρα. Ὁ κίνδυνος νά μείνῃ ἄταφο τό σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ἀπρόσμενα ξεπερασθῇ.
Ἐκεῖ κοντά οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ Μαρία, παρατηροῦσαν μέ πόνο καί ἀγάπη τόν ἐνταφιασμό τοῦ Κυρίου. Ἤθελαν ὅμως νά προσφέρουν μεγαλύτερες τιμές στό νεκρό σῶμα τοῦ λατρευτοῦ τους Διδασκάλου. Γι’ αὐτό καί περίμεναν ἐναγωνίως νά περάσῃ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου πού τίς ἀπαγόρευε νά μετακινηθοῦν. Τό ἀπόγευμα λοιπόν τοῦ Σαββάτου, ἀγόρασαν πανάκριβα ἀρώματα καί πολύ πρωϊ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μόλις ἄρχισε νά δυαλύεται τό πυκνό σκοτάδι, ξεκινοῦν μέ ἱερό πόθο γιά τό μνημεῖο.
Εἶναι ὅμως ἀνήσυχες, διότι μπροστά τους, ἐκτός ἀπό τούς ἀπειλητικούς κινδύνους τῆς νύκτας, ὀρθώνεται ἕνα φοβερό ἀδιέξοδο: ποιός θά κυλίσῃ ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου τή μεγάλη ταφόπετρα; Διότι ἦταν πολλή μεγάλη καί ἦταν ἀδύνατο νά παραμερισθῇ ἀπό αὐτές. Ὅμως οἱ μαθήτριες δέν ἀποθαρρύνονται, προχωροῦν μέ πίστι καί τόλμη. Πόση ἔκπληξι δοκιμάζουν μόλις ἀντικρύζουν τόν τάφο ἀνοικτό; Ὁ λίθος εἶχε κυλισθεῖ μακριά ἀπό τό μνημεῖο!
ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ λοιπόν ξεπεράστηκαν. Τά μύρια ἐμπόδια πού ὀρθώνονταν ἀπειλητικά στίς μυροφόρες γυναῖκες ἀλλά καί στόν Ἰωσήφ πρίν προχωρήσουν στή γενναία τους ἀπόφασι ἐξαφανίσθηκαν. Αὐτοί ὅμως δέν ὀπισθοχώρησαν· δέν ὑπολόγισαν τή μανία τῶν Ἰουδαίων καί τῶν στρατιωτῶν, τήν μεγάλη ταφόπετρα, τό ἀπειλητικό σκοτάδι καί τόσους ἄλλους κινδύνους. Προχώρησαν μέ πίστι καί τόλμη.
Πίστι καί τόλμη λοιπόν μᾶς χρειάζεται, καθώς καί στή δική μας ζωή παρουσιάζονται τόσα προβλήματα καί ἀδιέξοδα· οἰκογενειακά, οἰκονομικά, συνειδησιακά, ἐργασιακά, ὑγείας, καί πόσα ἄλλα. Καί ὅλα αὐτά συσσωρεύουν μέσα μας ἀμέτρητα ἐρωτηματικά καί ἀγωνίες. Δυστυχῶς σ’αὐτές τίς δύσκολες ὧρες ἀπελπιζόμαστε, τά χάνουμε, νομίζουμε πώς χάθηκαν τά πάντα, πώς βουλιάξαμε στά ἄλυτα προβλήματά μας.
Σ’ αὐτές ἀκριβῶς τίς κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας θά πρέπει νά προχωροῦμε μέ πίστι καί τόλμη, νά δίνουμε τίς μεγάλες μάχες. Ἔστω κι ἄν μᾶς φαίνεται αὐτό ἀκατόρθωτο, παράλογο, ἀδύνατο. Διότι ὁ Θεός πού παρακολουθεῖ τή ζωή μας θ’ ἀνοίγῃ δρόμους σ’ ὅλα τά ἀδιέξοδα. Οἱ δυσκολίες θά ἐξαφανίζονται. Τό σκοτάδι θά διαλύεται. Ἐμεῖς μόνο νά προχωροῦμε μέ πίστι καί τόλμη, ὅπως προχώρησαν οἱ μυροφόρες γυναῖκες.
2. ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΑΣΙΣ
Οἱ μαθήτριες λοιπόν δέν διστάζουν, προχωροῦν καί μπαίνουν στό μνημεῖο. Ἀπορία καί φόβος κυριεύει τήν ψυχή τους καθώς τώρα βλέπουν ἕναν ἀστραφτερό ἄγγελο μέ κατάλευκη ἐνδυμασία νά κάθεται στό δεξιό μέρος τοῦ μνημείου. Συγκλονισμένες ἀκοῦν ἀπό αὐτόν τόν πιό χαρμόσυνο λόγο.
– Μή φοβᾶσθε. Τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό ζητᾶτε, τόν ἐσταυρωμένο; Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι πλέον ἐδῶ. Νά ὁ τόπος πού τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε λοιπόν στούς μαθητάς του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο καί νά τούς ἀναγγείλετε ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Καί ὅτι πηγαίνει προτύτερα αὐτός στήν Γαλιλαία, ὅπου θά τόν δοῦν, ὅπως τούς εἶχε πεῖ πρίν σταυρωθεῖ.
Οἱ μυροφόρες λοιπόν, μόλις ἄκουσαν τά ὑπέροχα αὐτά λόγια ἀπό τόν ἄγγελο γεμᾶτες τρόμο καί ἔκστασι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Τόσο μεγάλος μάλιστα ἦταν ὁ ἱερός συγκλονισμός τους καί ὁ φόβος τους, ὥστε νά μήν ἔχουν πλέον τή δύναμι νά ποῦν οὔτε μιά λέξι στούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσαν στό δρόμο τους.
ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΑΣΙΣ. Δύο λέξεις πού περικλείουν ὅλα ἐκεῖνα τά ἀπερίγραπτα καί δυνατά συναισθήματα πού ἔνιωσαν μέσα τους αὐτές οἱ εὐλαβικές μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Τρόμος διότι ἄρχισαν νά καταλαβαίνουν ὅτι κάτι μοναδικό καί πρωταφανές συνέβη στό κενό μνημεῖο. Νικήθηκε ὁ θάνατος, νέα ζωή ἀνέτειλε. Δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει ὁ νοῦς τους. Αὐτός πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν δίπλα τους δέν ἦταν μόνον ἕνας μεγάλος διδάσκαλος ἤ προφήτης, ἀλλά ὁ δημιουργός τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό νιώθουν μέσα τους τέτοια μεγάλη ἔκστασι, θαυμασμό, χαρά καί συγκίνησι. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν νά βγάλουν οὔτε λέξι ἀπό τό στόμα τους. Τά πόδια τους τρέχουν, ἡ καρδιά τους πάλλεται, ἀλλά τό στόμα τους μένει ἀμίλητο. Καί ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους μία εἶναι ἡ βουβή νικητήριος κραυγή πρός τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων: «Χριστός ἀνέστη».