Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, 14 Ἰουνίου 2020 (Ἑβρ. ια΄ 33 – ιβ΄ 2)
Ἀδελφοί, οἱ ἅγιοι πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν.
Ἱερὸ δέος πλημμυρίζει τὴν ψυχὴ κάθε πιστοῦ, καθὼς στρέφει τὴ σκέψη του στὸν πολυπληθὴ χορὸ Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας μας, τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα. Ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι καὶ τὶς μέρες μας, εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁγία βιοτή τους καὶ τώρα ἀπολαμβάνουν τὸν μισθὸ τῶν κόπων καὶ τῶν μεγάλων ἀγώνων τους πλησίον τοῦ Θεοῦ. Χαίρονται δηλαδὴ τὴν ἄρρηκτη ἕνωσή τους μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ τόσο ἀγάπησαν.
1. Ἡ παντοδυναμία τῆς πίστεως
Τὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε, ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, μὲ πανηγυρικὸ τόνο μᾶς περιγράφει κορυφαῖες στιγμὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπεκτείνεται ὅμως καὶ στοὺς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς. Μᾶς ἐξιστορεῖ ἀρχικὰ τὰ κατορθώματα ποὺ πέτυχαν μὲ τὴ θερμὴ πίστη τους. Καὶ δὲν εἶναι λίγα αὐτά: Καταπολέμησαν καὶ ὑπέταξαν βασίλεια, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴν καταστρεπτικὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὸν κίνδυνο τῆς σφαγῆς, πῆραν δύναμη καὶ ἔγιναν καλὰ ἀπὸ ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἰσχυροὶ καὶ ἀνίκητοι στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ τὶς ἐχθρικὲς παρατάξεις καὶ τὰ πολυπληθὴ στρατεύματά τους, εἶδαν ἀναστάσεις νεκρῶν.
Μᾶς συγκινεῖ ὁ νικηφόρος αὐτὸς παιάνας τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ μᾶς διδάσκει. Διότι στὴν ἐποχή μας, ἡ ραγδαία ἐξέλιξη τῆς Τεχνολογίας καὶ ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῆς Ἐπιστήμης ἔδωσαν στὸν ἄνθρωπο τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι παντοδύναμος. Νόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ στὶς δυνάμεις του, νὰ πατήσει στὰ πόδια του καὶ νὰ φθάσει τὸν Θεό. Ὅτι δὲν χρειάζεται πλέον τὸν Δημιουργό του.
Τοὺς τελευταίους μῆνες, ὅμως, διαπιστώνουμε καθημερινὰ τὴ μικρότητα τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀδυναμία του νὰ ὑπερνικήσει ὄχι βασίλεια κραταιὰ καὶ ἡγεμόνες καὶ θηρία, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἕναν ἀπειροελάχιστο μικροοργανισμό. Ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἐπενδύει στὶς πτωχὲς δυνάμεις του, ἐνῶ ἀντίθετα μεγαλύνεται ὅταν ἀναγνωρίζει τὴ μικρότητά του καὶ στηρίζει τὴν πίστη του στὸν παντοδύναμο Κύριο, διότι ἡ πίστη εἶναι ἡ μόνη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου.
2. Μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως
Στὴ συνέχεια ἡ περικοπὴ περιγράφει τὰ φρικτὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστησαν ὅσοι δὲν δέχθηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους: Τοὺς ἔδεσαν στὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο καὶ τοὺς ἔδειραν σκληρὰ μέχρι θανάτου. Δέχθηκαν ἐμπαιγμούς, μαστιγώσεις, δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, σφαγιάσθηκαν, περιφέρονταν σὰν πλανόδιοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, φορώντας γιὰ ροῦχα προβιὲς καὶ γιδοδέρματα καὶ ζώντας μέσα σὲ στερήσεις, θλίψεις καὶ κακοπάθειες. Περιπλανιόντουσαν σὲ ἐρημιὲς καὶ σὲ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.
Ὁδηγήθηκαν ἀκόμη σὲ ὀδυνηρὰ βασανιστήρια, «οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν», ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος. Δὲν δέχθηκαν δηλαδὴ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς κακοπάθειες καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ προτίμησαν τὸ σκληρὸ μαρτύριο γιὰ νὰ ἀναστηθοῦν σὲ μιὰ καλύτερη ζωή, παρὰ νὰ ἔχουν μιὰ πρόσκαιρη ἀποκατάσταση στὴ ζωὴ αὐτή. Ὑπέμειναν τὰ πάντα μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Μάλιστα, οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔζησαν μετὰ Χριστόν, γνώρισαν τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.
Τὴν ἴδια αὐτὴ ἐλπίδα ἐκφράζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 18). Δὲν εἶναι ἄξια τὰ ὅσα πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε τὸν καιρὸ αὐτόν, σὲ σύγκριση μὲ τὴ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, γιὰ νὰ μᾶς δοθεῖ. Αὐτὸ μᾶς φωνάζουν σὲ μιὰ ἀπόλυτη συμφωνία καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι κάθε ἐποχῆς. Αὐτὴ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς ὁμολογεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας αἰῶνες τώρα στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακουφίσει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῶν θλίψεων, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὅσο ἡ βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι τὸ φθαρτὸ καὶ ταλαιπωρημένο σῶμα μας, τὸ ὁποῖο θὰ παραδοθεῖ στὸν θάνατο, πρόκειται νὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο σὲ ζωὴ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὴν παρούσα, στὴν αἰώνια εὐτυχία καὶ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου.