Ὁ δρόμος τῶν Ἁγίων

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Ἁγίων Πάντων, 14 Ἰουνίου 2020 (Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38, ιθ΄27-30)

32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀ­γὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς· 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμ­προσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς., 37 Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄ­­­ξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυ­­γατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολου­θεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. 

ιθ΄ 27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκο­λου­θήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔ­­­σται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·­ ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑ­­­μεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅ­­­ταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­­­θρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης­ αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρί­νοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πα­­τέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα­ ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶ­τοι.

1. ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΦΥΣΕΩΣ

Στό ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των ὁ Κύ­ριος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει δύ­ο βα­σι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με ὅ­λοι μας τόν δρό­μο τῶν ἁ­γί­ων.

Ἡ πρώ­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως.  Μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος: Κα­θέ­να πού θά μέ ὁ­μο­λο­γή­σει μπρο­στά στούς ἀν­θρώ­πους πού κα­τα­δι­ώ­κουν τήν πί­στη μου, θά τόν ὁ­μο­λο­γή­σω κι ἐ­γώ ὡς πι­στό ἀ­κό­λου­θό μου μπρο­στά στόν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στούς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νον ὅ­μως πού θά μέ ἀρ­νη­θεῖ μπρο­στά στούς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τόν θά τόν ἀρ­νη­θῶ κι ἐ­γώ καί δέν θά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σω ὡς δι­κό μου μπρο­στά στόν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στούς οὐ­ρα­νούς.

Ὁ Κύ­ριος λοι­πόν θέ­τει ὡς βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας νά ὁ­μο­λο­γοῦ­με τόν Χρι­στό μπρο­στά στούς δι­ῶ­κτες καί ἀρ­νη­τές του. Ποι­ό ὅ­μως ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου; ῎Αν κα­νείς με­λε­τή­σει τίς ἀ­να­λύ­σεις τῶν ἱ­ε­ρῶν ἑρ­μη­νευ­τῶν θά δεῖ ὅ­τι ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος δέν ζη­τεῖ μιά γε­νι­κή καί ἀ­ό­ρι­στη ὁ­μο­λο­γί­α. Ἀλ­λά ζη­τεῖ νά τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με μέ συγ­κε­κρι­μέ­νο καί σα­φῆ τρό­πο, νά τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὡς Σω­τή­ρα μας καί Θε­ό μας. Για­τί ὅ­μως ὁ Χρι­στός μας μᾶς ζη­τᾶ μιά τέ­τοι­α ὁ­μο­λο­γί­α; Δι­ό­τι μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες κα­νείς δέν ἀρ­νή­θη­κε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἕ­νας με­γά­λος δι­δά­σκα­λος, προ­φή­της, ἀ­να­γεν­νη­τής, φι­λό­σο­φος. Κα­νείς δέν ἀρ­νή­θη­κε τό πνευ­μα­τι­κό, καί κοι­νω­νι­κό του ἔρ­γο. Αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πού ἐ­νο­χλεῖ τούς δι­ῶ­κτες τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ἕ­να ση­μεῖ­ο κά­ι μο­να­δι­κό: Ἡ θε­ό­τη­τά του. Δι­ό­τι αὐ­τό κα­θο­ρί­ζει τά πάν­τα στή ζω­ή μας. Ἐ­άν δε­χθοῦ­με τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ἁ­πλῶς καί μό­νον ὡς ἕ­αν ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο ξε­χω­ρι­στό καί τέ­λει­ο, τό­τε αὐ­τό δέν ἔ­χει καμ­μί­α ἐ­πί­δρα­ση στή ζω­ή μας. Ἐ­άν ὅ­μως τόν ἀ­πο­δε­χθοῦ­με καί τόν ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὡς θε­άν­θρω­πο Δι­δά­σκα­λο Σω­τή­ρα μας, τό­τε αὐ­τό ἔ­χει κα­θο­ρι­στι­κή ση­μα­σί­α γιά τή ζω­ή μας. Δι­ό­τι τό­τε θά πρέ­πει νά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με ὅ­λα ὅ­σα ζη­τά­ει ἀ­πό ἐ­μᾶς καί νά συμ­μορ­φώ­σου­με τή ζω­ή μας μέ τό θέ­λη­μά του. Ὁ δρό­μος λοι­πόν πρός τήν ἁ­γι­ό­τη­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει ὄ­χι μιά γε­νι­κή καί ἀ­ό­ρι­στη ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως, ἀλ­λά μιά πί­στη καί ὁ­μο­λο­γί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη. Νά ὁ­μο­λο­γοῦ­με τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ὡς «Θε­όν ἀ­λη­θι­νόν, ἐκ Θε­οῦ ἀ­λη­θι­νοῦ γεν­νη­θέν­τα». Καί νά ζοῦ­με ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος θέ­λει. Μό­νον ἔ­τσι θά μπο­ρέ­σου­με νά εἰ­σέλ­θου­με στό δρό­μο τῶν Ἁ­γί­ων, στό δρό­μο τοῦ Χρι­στοῦ.

2. Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ

Στή συ­νέ­χεια ὁ Κύ­ριος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τή δεύ­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τόν δρό­μο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος. Ζη­τᾶ ἀ­π’ ὅ­λους μας νά Τόν ἀ­γα­ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο. Ἐ­κεῖ­νος, λέ­ει, πού ἀ­γα­πᾶ τόν πα­τέ­ρα του ἤ τή μη­τέ­ρα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­μέ­να, καί μέ ἀρ­νεῖ­ται γιά νά μή χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, δέν ἀ­ξί­ζει γιά μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­γα­πᾶ τόν γιό του ἤ τήν κό­ρη του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­μέ­να, δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος νά λέ­γε­ται μα­θη­τής μου. Κι ἐ­κεῖ­νος πού δέν παίρ­νει τήν ἀ­πό­φα­ση νά ὑ­πο­στεῖ σταυ­ρι­κό θά­να­το καί δέν ἀ­κο­λου­θεῖ πί­σω μου μέ τήν ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­κο­λου­θή­σει τό πα­ρά­δειγ­μά μου, δέν ἀ­ξί­ζει γιά μέ­να.

Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­μεῖς ἀ­φή­σα­με τά πάν­τα καί σέ ἀ­κο­λου­θή­σα­με. Τί ἄ­ρα­γε θά γί­νει μ’ ἐ­μᾶς; Καί ὁ Κύ­ριος ἀ­πάν­τη­σε: Ὅ­ταν θά κα­θί­σω στόν θε­ϊ­κό μου θρό­νο, θά κα­θί­σε­τε κι ἐ­σεῖς σέ δώ­δε­κα θρό­νους δι­κά­ζον­τας τίς δώ­δε­κα φυ­λές τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καί κα­θέ­νας πού ἄ­φη­σε σπί­τια ἤ ἀ­δελ­φούς ἤ ἀ­δελ­φές ἤ πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα ἤ γυ­ναῖ­κα ἤ παι­διά ἤ χω­ρά­φια γιά νά μή χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό ἐ­μέ­να, θά λά­βει πολ­λα­πλά­σια σ’ αὐ­τή τή ζω­ή, καί θά κλη­ρο­νο­μή­σει τήν αἰ­ώ­νιο ζω­ή. Καί πολ­λοί πού εἶ­ναι ἐ­δῶ πρῶ­τοι, θά εἶ­ναι στήν αἰ­ώ­νια βα­σι­λεί­α τε­λευ­ταῖ­οι, καί πολ­λοί τε­λευ­ταῖ­οι θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ πρῶ­τοι.

Ὁ Κύ­ριός μας ἐ­δῶ θέ­τει ὡς βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γιά νά μᾶς ἀ­πο­δε­χθεῖ ὡς ἄ­ξιους μα­θη­τές του νά τόν ἀ­γα­ποῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο, ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τά πλέ­ον ἀ­γα­πη­μέ­να ἱ­ε­ρά μας πρό­σω­πα,  τόν πα­τέ­ρα μας καί τήν μη­τέ­ρα μας. Καί για­τί μᾶς τό ζη­τά­ει αὐ­τό; Μᾶς τό ζη­τά­ει ὄ­χι για­τί ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη μας, ἀλ­λά γιά τό δι­κό μας συμ­φέ­ρον. Πρω­τί­στως διότι ὅταν τά συγγενικά μας πρόσωπα βρί­σκονται μακριά ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ὁ κίν­δυνος νά ἐπηρεάσουν κι ἐμᾶς. Ἔπειτα ὑπάρχουν πολ­λοί χριστιανοί πού ἔχουν ἀρρωστημένη προσκόλ­λη­ση στά παιδιά τους, στούς γονεῖς τους, ἤ σέ ἄλλα συγ­γε­νι­κά πρόσωπα σέ βαθμό πού νά τά ἀγαποῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀπό τόν Θεό!.. Ὁ Κύ­ριος ὅμως μᾶς ζη­τά­ει νά τόν ἀ­­γα­ποῦ­με πά­νω ἀ­π’ ὅ­λους καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο κα­θοριστικό γιά τή ζωή ζωή μας: Δι­ό­τι θέ­λει νά μᾶς κα­τα­στή­σει με­τό­χους τῆς δι­κῆς του μα­κα­ρι­ό­τη­τος, νά μᾶς προ­σφέ­ρει ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας δῶ­ρα, νά μᾶς προ­σφέ­ρει τά πάν­τα. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἀ­γα­ποῦ­με τόν Χρι­στό μας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο στόν κό­σμο, ζοῦ­με ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή σ’ ἕ­να ἄλ­λο κό­σμο· στόν κό­σμο τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­χου­με στραμ­μέ­να τά μά­τια μας σ’ ἐ­κεῖ­νον, τό­τε μπο­ροῦ­με νά γευ­θοῦ­με τά ἀ­ό­ρα­τα μυ­στι­κά, τίς πνευ­μα­τι­κές ὀ­μορ­φι­ές, τά μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ. Μπο­ροῦ­με νά γευ­θοῦ­με τή γλυ­κύ­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας του· ν’ ἀ­πο­λαύ­σου­με τή μυ­στι­κή κοι­νω­νί­α μα­ζί του. Νά ζοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά μιά πνευ­μα­τι­κή ζω­ή ἁ­γι­ό­τη­τος, χά­ρι­τος. Νά ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τή λα­τρεί­α καί τήν προ­σευ­χή, ὡς ὕ­ψι­στες πνευ­μα­τι­κές ἠ­δο­νές. Ἔ­τσι θά ἔ­χου­με μέ­σα μας τέ­τοι­α δυ­να­τά βι­ώ­μα­τα, πού θά συ­νε­παίρ­νουν τήν ὑ­παρ­ξή μας. Ἔ­τσι θά γί­νου­με πο­λί­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας του ἀ­πό αὐ­τή τήν ζω­ή. Ἄς τόν ἀ­γα­πή­σου­με λοι­πόν πά­νω ἀ­π’­ὅ­λους καί ὅ­λα. Καί ἄς εἰ­σέλ­θου­με στό μυ­στή­ριο τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης καί ζω­ῆς.